Για άλλη μια φορά γινόμαστε μάρτυρες του παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα που έχουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και του γεγονότος ότι συγκεκριμένες καταστάσεις μπορούν να επιφέρουν σημαντικούς κλονισμούς σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Άρθρο του κ. Δημήτρη Ζήση, επίκουρου καθηγητή Επιχειρησιακών Διαδικασιών στο Πανεπιστήμιο του East Anglia, στο Ηνωμένο Βασίλειο (έντυπο τεύχος Μαρτίου 2022)
Πριν καλά – καλά τελειώσει η πανδημία, ζούμε άλλη μια κρίση· αυτή τη φορά με επίκεντρο την Ευρώπη. Δυστυχώς και η νέα κρίση είναι εξίσου ανθρωπιστική, καθώς τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, γίνονται αναφορές για πάνω από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες από την Ουκρανία, καθώς και για χιλιάδες νεκρούς.
Το ουκρανικό ζήτημα επηρεάζει άμεσα τις ζωές όλων μας, όπως και τις οικονομικές αποφάσεις, σε ένα άκρως δυναμικό περιβάλλον όπου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί την επόμενη περίοδο, έτσι ώστε να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα.
Σύμφωνα με τη Moody’s Analytics, η ουκρανική κρίση απειλεί τις εύθραυστες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και αποτελεί πλέον τον νούμερο ένα κίνδυνο. Οι πρώτες μέρες μετά τη ρωσική εισβολή ήταν αρκετές για να πολλαπλασιάσουν όσα προβλήματα γέννησε η πανδημία, προβλήματα που δεν πρόλαβαν να επιλύσουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια που εξελίσσεται αυτή.
Οι συζητήσεις για ελλείψεις προϊόντων και ακρίβεια είναι καθημερινές, και επηρεάζουν τόσο τις κυβερνήσεις όσο και τους ανθρώπους της αγοράς. Οι επιπτώσεις είναι ήδη φανερές στον ενεργειακό τομέα, με τις εκτιμήσεις να είναι αρκετά δυσοίωνες. Επιπλέον, μέταλλα όπως το νικέλιο, η πλατίνα κ.ά. εμφανίζουν πρωτόγνωρες ημερήσιες διακυμάνσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νικελίου, του οποίου η τιμή στις 8 Μαρτίου υπερδιπλασιάστηκε, σημειώνοντας ημερήσια αύξηση 110% πριν σταματήσουν οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (London Metal Exchange).
Ο αντίκτυπος αναμένεται να είναι ισχυρός σε πολλές εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, δίχως σημάδια αποκλιμάκωσης. Άμεσο αποτέλεσμα είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής, αποθήκευσης και διανομής σχεδόν όλων των (βασικών και μη) προϊόντων.
Η Ευρώπη θα επηρεαστεί περισσότερο από την άνοδο των τιμών της ενέργειας, επειδή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Περίπου το 40% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που καταναλώνει η γηραιά ήπειρος προέρχεται από τη Ρωσία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, των οποίων οι εισαγωγές πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων από τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν μόλις το 8%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, εισάγονται στην Ευρώπη ημερησίως 4 εκατ. βαρέλια ρωσικού αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων. Μια πιθανή διακοπή των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη για την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη, επηρεάζοντας άμεσα όλους τους καταναλωτές. Η αντικατάσταση των ενεργειακών εισαγωγών απαιτεί χρόνο και δεν μπορεί να γίνει εν μιά νυκτί. Επιπλέον, οι εισαγωγές ενέργειας από άλλες χώρες, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ κ.ά., προφανώς θα έχουν μεγαλύτερο κόστος για την Ευρώπη συγκριτικά με το κόστος των εισαγωγών από τη Ρωσία.
Εξάλλου, εγείρονται αμφιβολίες όσον αφορά την επάρκεια αυτών των πηγών για την κάλυψη της ευρωπαϊκής ζήτησης, όπως και για το κατά πόσο είναι δυνατό να γίνει αυτή η μετάβαση δίχως αναταραχές και σημαντικές καθυστερήσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης.
Ο ετήσιος πληθωρισμός της ευρωζώνης αναμένεται να ξεπεράσει το 7,5% και να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για αρκετό χρονικό διάστημα, μειώνοντας σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών και καθιστώντας αναγκαία την πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη.
Σε αυτό το αρνητικό κλίμα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι αρκετές επενδύσεις θα καθυστερήσουν ή θα ματαιωθούν τελείως, μέχρι να αρθεί ή να περιοριστεί η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον. Συνεπώς, μεγαλύτερη ακρίβεια, υψηλά επιτόκια (δηλαδή υψηλό κόστος δανεισμού) και αναβολή επενδύσεων είναι προ των πυλών.
Κεντρικές τράπεζες, οικονομικά επιτελεία κυβερνήσεων, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα βρεθούν ξανά στο επίκεντρο, υπό το πρίσμα του πληθωρισμού και των ελλείψεων σε βασικές πρώτες ύλες και αγαθά.
Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας και όλοι μας καλούμαστε να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις. Ας ελπίσουμε ότι τα μαθήματα από την πανδημία, σχετικά με τη διαχείριση των εφοδιαστικών αλυσίδων, θα μας βοηθήσουν ώστε να ξεπεραστεί και αυτή η κρίση με τις λιγότερες απώλειες.
Περιορισμοί σε σιτηρά, καλαμπόκι και ηλιέλαιο
Εκτός από τον τομέα της ενέργειας, ο οποίος έχει άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στο οικονομικό περιβάλλον, οι γεωγραφικές περιοχές της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι πλούσιες σε σιτηρά και καλαμπόκι και αποτελούν το λεγόμενο «σιτοβολώνα» της Ευρώπης. Συνεισφέρουν από κοινού πάνω από το 30% της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών, ενώ καλύπτουν το 20% των εξαγωγών καλαμποκιού παγκοσμίως.
Το καλαμπόκι μαζί με το σιτάρι αποτελούν βασικά συστατικά για τις ζωοτροφές, γεγονός που οδηγεί σε προβλήματα και στον κλάδο της κτηνοτροφίας. Αν συνυπολογίσουμε την άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου που επηρεάζει τις τιμές των λιπασμάτων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αναμένεται σημαντική άνοδος στις τιμές τροφίμων όπως είναι το αλεύρι, το γάλα, τα σιτηρά, το καλαμπόκι, τα δημητριακά κλπ. Η άνοδος των τιμών μπορεί να είναι τόσο μεγάλη, που θα προκαλέσει διατροφική κρίση στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Επιπρόσθετα, η Ρωσία και η Ουκρανία παράγουν από κοινού σχεδόν το 80% του ηλιέλαιου που εξάγεται σε όλο τον κόσμο. Οι μεσογειακές χώρες μάλιστα εφοδιάζονται ηλιέλαιο αποκλειστικά από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Αγορές όπως της Ινδίας έχουν αναγκαστεί να στραφούν από το ηλιέλαιο στο φοινικέλαιο, με αποτέλεσμα χώρες που εξάγουν φοινικέλαιο (όπως είναι η Ινδονησία) να επιβάλλουν περιορισμούς στις εξαγωγές τους, ώστε να διασφαλίσουν πρώτα τις δικές τους ανάγκες.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, οι τιμές του φοινικέλαιου έχουν αυξηθεί άνω του 60% φέτος. Το φαινόμενο ντόμινο έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στη διατροφική αλυσίδα, με αρκετές χώρες (όπως είναι η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία κ.ά.) να θέτουν περιορισμούς στις εξαγωγές μαγειρικών λαδιών τις τελευταίες ημέρες. Το ανησυχητικό είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά τη δυναμική του φαινομένου, ούτε να κρίνει τι ενέργειες πρέπει να γίνουν άμεσα ώστε να μετριαστούν, όσο είναι εφικτό, οι αρνητικές συνέπειες.