Από την κρίση του Σουέζ μέχρι την καθιέρωση ενεργειακά πράσινων λύσεων και τεχνολογιών στους λιμένες και στα πλοία, η παγκόσμια ναυτιλία βρίσκεται σε ένα τεράστιο σταυροδρόμι μετάβασης προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και βιωσιμότητας.
Άρθρο του κ. Αθανάσιου Λιάγκου, εκτελεστικού προέδρου Δ.Σ. του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ Α.Ε.) και προέδρου της Ένωσης Λιμένων Ελλάδας (Ε.ΛΙΜ.Ε.) και του Ινστιτούτου Λιμενικής Κατάρτισης «Εξάντας» (έντυπο τεύχος Μαρτίου 2024).
Η διώρυγα του Σουέζ και η Ερυθρά Θάλασσα εξυπηρετούν περίπου το 30% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων και επιτρέπουν ετησίως τη διαμεταφορά εμπορευμάτων αξίας άνω του 1 τρισ. δολαρίων. Η κλιμακούμενη κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα επιφέρει επιπτώσεις στη ναυτιλία και στην εφοδιαστική αλυσίδα σε παγκόσμιο επίπεδο, καταδεικνύοντας την επίδραση των γεωπολιτικών εντάσεων στο διεθνές εμπόριο.
Η διατάραξη των δρομολογίων των πλοίων εμπορευματοκιβωτίων, με εκτροπή προς το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, κλονίζει το εμπόριο μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, ενώ το γεγονός ότι οι παγκόσμιες αγορές είναι πολύ στενά διασυνδεδεμένες έχει ως αποτέλεσμα η διαταραχή να προκαλεί τεράστια αναστάτωση στην παγκόσμια οικονομία.
Τα πλοία-φορτία προσεγγίζουν κατά προτεραιότητα τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης και της δυτικής Μεσογείου, δημιουργώντας προφανώς μια αύξηση της κίνησης σε αυτά και μια αντίστοιχη μείωση της κίνησης στα λιμάνια της νοτιοανατολικής Μεσογείου, ενώ παράλληλα αυξάνεται σημαντικά ο χρόνος του ταξιδιού, οι ναύλοι και τα ασφάλιστρα, και μειώνονται σημαντικά τα διαθέσιμα container.
Την ίδια στιγμή, οι μαζικές αφίξεις φορτίων αυξάνουν το κόστος διαχείρισης και διαταράσσουν τις τοπικές αλυσίδες εφοδιασμού και κατ’ επέκταση τον προγραμματισμό της παραγωγής. Επιπλέον, η μεγαλύτερη απόσταση που πρέπει να διανύσουν τα πλοία υποβαθμίζει σημαντικά το περιβάλλον, με την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα να υπολογίζεται περίπου στο 71%.
Για τα λιμάνια της Μεσογείου, ο περίπλους της Αφρικής εκτιμάται ως βιώσιμη προς το παρόν διαδρομή, παρά τη σημαντική άνοδο στα ναύλα. Τα ελληνικά λιμάνια που εξυπηρετούν μικρότερα πλοία που κάνουν μεταφορτώσεις δεν είναι τόσο ευάλωτα στην κρίση σε σχέση με αυτά που εξυπηρετούν μεγάλα πλοία εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία καταπλέουν απευθείας από το Σουέζ.
Βεβαίως, ο χρονικός ορίζοντας της διάρκειας της κρίσης και τα μοντέλα διαχείρισης κινδύνων των λιμένων της ευρύτερης περιοχής θα καθορίσουν την επιχειρησιακή αντοχή τους.
Η ελληνική λιμενική βιομηχανία
Διαχρονικά τα λιμάνια της χώρας έχουν σημαίνοντα ρόλο, αποτελώντας τις βασικές πύλες για τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις της. Στις αναδυόμενες και σύνθετες προκλήσεις, τα ελληνικά λιμάνια στο σύνολό τους καλούνται να ανταποκριθούν με ευελιξία και ταχύτητα. Διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθιέρωση της Ελλάδας ως κόμβου μεταφορών και στηρίζοντας άμεσα τον τουρισμό μέσω της ανάπτυξης της κρουαζιέρας και της ακτοπλοΐας, οι λιμένες συμβάλλουν σημαντικά στην ελληνική οικονομία.
Από το 2016, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αξιοποίησης των λιμένων, στοχεύοντας στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες ήδη τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται, καθιστώντας τα ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστικά έναντι των αντίστοιχων λιμένων της ευρύτερης περιοχής. Πρωταγωνιστές σε αυτή την προσπάθεια είναι τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης.
Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και του εξοπλισμού, η ψηφιοποίηση και απλοποίηση των συναλλαγών με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών, η ενεργειακή αναβάθμιση, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, η ευθυγράμμιση με τις επιταγές βιωσιμότητας, καθώς και η ενίσχυση της ασφάλειας των λιμένων, αποτελούν τις σημαντικότερες προκλήσεις για τον κλάδο.
Βασική προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας των λιμένων και για την ομαλή ανάπτυξη της αγοράς των Logistics είναι οι επενδύσεις στις υποδομές του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, οι οποίες θα εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη σύνδεση των λιμένων μας και την ομαλή διακίνηση φορτίων προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, καθιστώντας τους πιο ανταγωνιστικούς και ενισχύοντας παράλληλα τη θέση της χώρας μας στο διεθνές εμπόριο.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί η σημαντική αύξηση της αγοράς της κρουαζιέρας, με όλο και περισσότερα πλοία και επιβάτες να προσεγγίζουν τα ελληνικά λιμάνια, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού. Μάλιστα, το γεγονός ότι η χώρα μας έχει τεράστιες δυνατότητες σε αυτό τον τομέα, αναδεικνύει τη σημασία της ενίσχυσης των λιμενικών εγκαταστάσεων των νησιών μας, πέραν των εγκαταστάσεων των λιμένων της ενδοχώρας.
Έξυπνοι και βιώσιμοι λιμένες
H ναυτιλία βρίσκεται στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς το 90% περίπου των εμπορευμάτων παγκοσμίως μεταφέρεται μέσω θαλάσσης. Ο τεράστιος όγκος μεταφορών και η εξάρτηση του κλάδου από τα ορυκτά καύσιμα εξηγούν γιατί συνολικά ο κλάδος επηρεάζει σημαντικά το παγκόσμιο ανθρακικό αποτύπωμα –αντιπροσωπεύοντας το 3% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (Greenhouse Gas [GHG])– αλλά και το γιατί δέχεται έντονες πιέσεις για τη μείωση αυτού του αποτυπώματος.
Εύλογα, λοιπόν, το κύριο μέλημα της ναυτιλιακής βιομηχανίας είναι η αναζήτηση ενεργειακά πράσινων λύσεων, καθώς και φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών. Εκτός από τα πράσινα καύσιμα (υδρογόνο, αμμωνία, μεθανόλη, βιοκαύσιμα κ.ά.) και τους κινητήρες εξοικονόμησης ενέργειας, τα λιμάνια καλούνται να υιοθετήσουν τη λύση του cold ironing, δηλαδή την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από ξηράς σε πλοία που ελλιμενίζονται, ενόσω οι κύριες και οι βοηθητικές μηχανές τους είναι κλειστές. Και η ηλεκτροκίνηση θεωρείται μια εναλλακτική λύση για την πράσινη ναυτιλία.
Η αναγνώριση της ηλεκτροδότησης πλοίων από ξηράς (ship to shore interconnection) ως αποτελεσματικού μέτρου για τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών, οδήγησε στη θέσπιση σχετικών νόμων για τη συμμόρφωση πλοιοκτητών και φορέων διαχείρισης των λιμένων.
Η εγκεκριμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση Οδηγία 2014/94 για την ανάπτυξη υποδομών εναλλακτικών καυσίμων (η οποία θέτει σε προτεραιότητα την εγκατάσταση μονάδων παράκτιας ηλεκτρικής ενέργειας στους λιμένες του Κεντρικού Δικτύου [Core Network] του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών [ΔΕΔ-Μ]) και ο νεότερος κανονισμός της ΕΕ 2023/1804 υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη να παρέχουν χερσαία ηλεκτροδότηση ή τεχνολογία μηδενικών εκπομπών σε πλοία που ελλιμενίζονται στους λιμένες τους, ώστε από το 2025 –και με ορίζοντα υλοποίησης των υποδομών το 2030– να επιτευχθούν οι στόχοι της Ε.Ε. όσον αφορά τα αέρια του θερμοκηπίου που προέρχονται από τη ναυτιλιακή βιομηχανία.
Προκλήσεις και δυσκολίες στο cold ironing
Στο δρόμο εφαρμογής του cold ironing, όμως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις προκλήσεις και τις δυσκολίες. O επιμερισμός του κόστους επένδυσης μεταξύ των συνεργαζόμενων μερών (πλοιοκτητών, χρηστών λιμένων και λιμενικών αρχών), η σύγκριση με το κόστος καυσίμων, η αναγκαία εκτεταμένη αναβάθμιση των τοπικών και περιφερειακών δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, η εξασφάλιση επιπλέον χώρου για τον πρόσθετο ηλεκτρικό εξοπλισμό των σταθμών, αλλά και η συμβατότητα του εξοπλισμού των λιμένων με αυτόν των πλοίων, είναι βασικά σημεία διερεύνησης.
Αξίζει να αναλογιστούμε ότι ένα μεγάλο πλοίο μεταφοράς container μπορεί να απαιτεί 1.600 kW ισχύος όσο είναι ελλιμενισμένο, αλλά αυτή η ανάγκη μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά στα κρουαζιερόπλοια, τα οποία ενδέχεται να απαιτούν μεγαλύτερη ισχύ. Το γεγονός αυτό αυξάνει το κόστος, δεδομένου ότι η ηλεκτρική υποδομή ενός λιμανιού για την από ξηράς ηλεκτροδότηση είναι πολύ ακριβή. Η εφαρμογή τυποποιημένων λύσεων αποτελεί μοχλό για να αποφευχθούν σημαντικές τεχνικές δυσκολίες.
Τα κίνητρα για να επενδύσουν τα λιμάνια σε αυτή την τεχνολογία, όπως είναι η χρήση πιστώσεων βάσει μείωσης εκπομπών, μπορεί να αποτελούν μια λύση στο ζήτημα. Επιπλέον, το σαφές νομοθετικό πλαίσιο, με θέσπιση κανονισμών από την Ε.Ε., αναδεικνύεται σε καίριο παράγοντα υιοθέτησης του cold ironing από τα ευρωπαϊκά λιμάνια.
Η πράσινη μετάβαση της ναυτιλίας και η καθιέρωση των έξυπνων και αειφόρων λιμένων χρειάζεται να εξεταστεί σφαιρικά, δηλαδή από την κατανάλωση πόρων –ιδανικά ανανεώσιμων– για την παραγωγή της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας, μέχρι την τροφοδοσία των διαφορετικών ειδών πλοίων που έχουν ετερόκλητες απαιτήσεις, ώστε να αξιολογηθεί συνολικά και να επιτευχθεί η γενικότερη βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του κλάδου.