Τα ακραία καιρικά φαινόμενα αυξάνονται σε ρυθμό και ένταση, θέτοντας νέες προκλήσεις για τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε επίπεδο πρόληψης, υποδομώ, ανθρώπινου δυναμικού αλλά και αποκατάστασης.
Άρθρο του κ. Νίκου Ροδόπουλου (έντυπο τεύχος Σεπτεμβρίου 2023)
Ό,τι επαναλαμβάνεται συχνά παύει να είναι ακραίο, γι’ αυτό οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι η κλιματική αλλαγή έχει ήδη συμβεί. Τα αλλεπάλληλα φαινόμενα πυρκαγιών, πλημμυρών και άλλων φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο προκαλούν παράπλευρες διαταραχές, όπως είναι η επιπρόσθετη περιβαλλοντική επιβάρυνση (π.χ. από τις πυρκαγιές), η αποψίλωση τεράστιων δασικών εκτάσεων και ο αφανισμός της χλωρίδας και της πανίδας τους, η καταστροφή υποδομών και δικτύων, μέχρι και η ανυπολόγιστη απώλεια ανθρώπινων ζωών και περιουσιών.
Αυτό το τεράστιο κάδρο διαταραχών επιβαρύνει κάθε χρόνο και περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό, τόσο για την όποια ανακούφιση των τοπικών κοινωνιών όσο και για την αποκατάσταση των απαιτούμενων υποδομών και μέσων πρόληψης.
Οι μεγάλες καταστροφικές φωτιές που συνεχίζονται κάθε χρόνο με αμείωτο ρυθμό, ίσως υποκρύπτουν ένα εγκληματικό στρατηγικό σχέδιο διαφορετικών σχεδιαστών και εκτελεστών. Οι επιπτώσεις που θα υπάρξουν στο μικροκλίμα της χώρας μας θα είναι τεράστιες και η αντιμετώπισή τους θα είναι δύσκολη και μακρόχρονη.
Μετά τη σοφή αναβάθμιση της υπηρεσίας πολιτικής προστασίας σε υπουργείο, η πολιτεία πρέπει να στελεχώσει το κράτος με εξειδικευμένους επιστήμονες, με σκοπό τη δημιουργία ενός ολιστικού στρατηγικού σχεδίου. Η διασύνδεση με υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών, όπως και η ενεργοποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού στην πράξη, είναι κινήσεις που πρέπει να έχουν σαφή και ουσιαστικά λειτουργικά αποτελέσματα· αλλά δεν φτάνουν μόνο αυτές.
Θλιβερή πρωτιά
Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για Δασικές Πυρκαγιές που επεξεργάστηκε η Πυρομετεωρολογική Ομάδα «Flame» της μονάδας «Meteo» του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, από την αρχή της χρονιάς και μέχρι τις 30 Αυγούστου είχαν καεί 1.610.080 στρέμματα στην Ελλάδα, η οποία έτσι κατέκτησε φέτος τη θλιβερή πρωτιά σε καμένη γη έναντι 20 μεσογειακών χωρών –με δεύτερη την Ισπανία και τρίτη την Ιταλία, δηλαδή δύο χώρες πολύ μεγαλύτερες σε έκταση από τη δική μας. Μάλιστα, σε αυτά τα επίσημα στοιχεία δεν περιλαμβάνεται η πλήρης καταγραφή για το ολοσχερώς πλέον κατεστραμμένο δάσος της Δαδιάς, στο οποίο η τεράστια πυρκαγιά τελείωσε αρκετές μέρες μετά τις 30 Αυγούστου.
Ο κ. Γιάννης Μητσόπουλος, επίκουρος καθηγητής Δασολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και γενικός διευθυντής του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.), αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από το 1998 δίνουμε πόρους μόνο στην κατάσβεση. Τα δάση αφέθηκαν, πύκνωσαν. Είναι προφανές, εκ του αποτελέσματος, ότι το δόγμα πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορείς σε μια χώρα όπου υπάρχει έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, να έχουν συναρμοδιότητα δέκα φορείς. Χρειαζόμαστε μία υπηρεσία με ένα σχέδιο· όχι περισσότερα πυροσβεστικά αεροπλάνα».
Τρεις άξονες
Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν και οι πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι επιπτώσεις των οποίων για την ώρα μοιάζουν ανεπανόρθωτες σε μεγάλο βαθμό. Σαφώς υπάρχει έλλειψη πολιτικής ή πολιτική με δόσεις, η οποία εφαρμόζεται χωρίς ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο στιβαρό, μακροπρόθεσμο και αποδεκτό από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Η παθογένεια ξεκινά από την υποτίμηση του πρώτου και βασικού άξονα της πολιτικής προστασίας, που είναι η πρόληψη, δηλαδή η προετοιμασία μηχανισμού και υποδομών με τη βοήθεια των επιστημόνων, για την αποφυγή κρίσεων και ταυτόχρονα για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών τους.
Στην Ελλάδα όμως το βάρος δίνεται μόνο στο δεύτερο άξονα, που είναι η επέμβαση των μέσων στο πεδίο και η ετοιμότητα του μηχανισμού αντιμετώπισης. Στον τρίτο άξονα της πολιτικής προστασίας, που είναι η αποκατάσταση, η ορθή μεθοδολογία δεν εξαντλείται σε ανακοινώσεις και επικοινωνιακή πολιτική, αλλά βασίζεται στην επεξεργασία των δεδομένων, στην κατανόηση της υφιστάμενης κατάστασης, στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση ρεαλιστικών δράσεων.
Πάνω στους τρεις άξονες που ολοκληρώνουν τον κύκλο της πολιτικής προστασίας, καθώς και σε κάθε σχετιζόμενη δράση, πρέπει να αναπτυχθεί ένα δομημένο σύστημα ειδικών (εμπειρογνωμόνων) που να μελετούν και να επικαιροποιούν κάθε ενέργεια ανάλογα με τις εκάστοτε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Οι εμπειρογνώμονες πρέπει να προέρχονται από διαφορετικές επιστημονικές ειδικότητες, ξεκινώντας από τους επιστήμονες της κλιματικής αλλαγής (η οποία ανάλογα αλλάζει «ρότα» μετά από κάθε φυσική καταστροφή), τους δασονόμους, τους γεωπόνους, τους μετεωρολόγους, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους πολεοδόμους και τους χωροτάκτες. Σε όλες αυτές τις ειδικότητες οφείλουμε να προσθέσουμε τους logistician για το σχεδιασμό των απαιτούμενων πόρων, καθώς και τους ανθρώπους της τεχνολογίας, για την υιοθέτηση και τη διαρκή αναπροσαρμογή κάθε σύγχρονου συστήματος εποπτείας, καταγραφής και ανάλυσης δεδομένων.
Στο κέντρο της πολιτικής προστασίας βρίσκεται ο πολίτης· αυτός που προστατεύεται αλλά και αυτός που ταυτόχρονα αποτελεί ενεργό κρίκο στην αλυσίδα μιας βιώσιμης χώρας. Ο πολίτης ως εθελοντής χρειάζεται εκπαίδευση· δεν απαιτείται μόνο η συμμετοχή του ή η αυτοθυσία του. Η στάση ζωής του σύγχρονου πολίτη δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Η αλλαγή της νοοτροπίας αναμονής του κράτους-πατέρα που θα αναλάβει δράση για όλα προς μια νοοτροπία συμμετοχής του πολίτη στην πρόληψη, στην επέμβαση και στην αποκατάσταση, είναι κάτι πρέπει να ξεκινήσει από τις μικρές ηλικίες.
Από την πλευρά τους, η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση οφείλουν να συμμετέχουν στον τοπικό αλλά και στον κεντρικό σχεδιασμό οργανωμένα και με υπευθυνότητα, και μακριά από τη γνωστή κουλτούρα της επικοινωνιακής πολιτικής.
Συμπερασματικά, απαιτείται ο κύκλος της πολιτικής προστασίας να απομακρυνθεί από τις μικροπολιτικές αντιπαλότητες και η πολιτεία να δράσει αναλαμβάνοντας την ευθύνη του ρόλου που έχει ως ρυθμιστής και εγγυητής ενός ολιστικού στρατηγικού σχεδίου.