Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΆρθραΓιώργος Καρανίκας (ΕΣΕΕ): Το στοίχημα της επιστροφής στη νέα «κανονικότητα» και το...

Γιώργος Καρανίκας (ΕΣΕΕ): Το στοίχημα της επιστροφής στη νέα «κανονικότητα» και το σημερινό υβριδικό μοντέλο

Η πανδημία σάρωσε πολλές από τις βεβαιότητες που υπήρχαν έως χθες στον εμπορικό κόσμο και ανέδειξε την αναγκαιότητα επιτάχυνσης της δίδυμης μετάβασης, ψηφιακής και πράσινης, που είχε ήδη αρχίσει να επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ολότητα.

Άρθρο του κ. Γιώργου Καρανίκα, προέδρου της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (έντυπο τεύχος Δεκεμβρίου 2021)

Η ψηφιακή μετάβαση απασχόλησε πολύ την εγχώρια εμπορική επιχειρηματικότητα και είδαμε τη χώρα μας, όπως και άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να έχει βρεθεί –σχεδόν αναπόδραστα– σε μια προσπάθεια άμεσου εκσυγχρονισμού του περιβάλλοντος, που ενισχύει τον ψηφιακό μετασχηματισμό (υποδομές, ρυθμιστικό πλαίσιο και συνθήκες αγοράς), ευνοεί την ενδυνάμωση της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης και βεβαίως διευκολύνει τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν ή και να αναπτύξουν καινοτομία (με χρηματοδότηση, καθώς και ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους).

Το λιανεμπόριο δεν θα μπορούσε παρά να πρωταγωνιστεί σ’ αυτή την προσπάθεια. Άλλωστε, με την επιβολή του μέτρου του lockdown, οι εμπορικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν κατά κάποιο τρόπο να αναθεωρήσουν άμεσα τον τρόπο λειτουργίας αλλά και επικοινωνίας με τους πελάτες τους. Κλήθηκαν να προσαρμοστούν με ταχύτητα στις τεχνολογικές απαιτήσεις, είτε αναπτύσσοντας εσωτερικά ψηφιακές ικανότητες και δεξιότητες, είτε αναζητώντας εταίρους για τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό.

Υβριδικό μοντέλο

Κατά την επιστροφή του κόσμου σε μια ιδιότυπη κανονικότητα –καθώς πολλά από τα μέτρα προστασίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα– βλέπουμε να δημιουργείται ένας τύπος «υβριδικού εμπορίου». Οι εμπορικές επιχειρήσεις συλλειτουργούν φυσικά και ψηφιακά κανάλια, των οποίων η καλή λειτουργία εξαρτάται από την επάρκεια υποδομών και από τη γνωστική επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού τους.

Ωστόσο, για να καταφέρουμε να μιλήσουμε για διασυνοριακές ψηφιακές συναλλαγές στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, απαιτείται το κατάλληλο περιβάλλον που να τις ευνοεί. Αξίζει να εστιάσουμε στη συνάντηση των χωρών της ομάδας G7 του περασμένου Οκτωβρίου, κατά την οποία συμφωνήθηκαν κάποιες βασικές ψηφιακές εμπορικές αρχές, οι οποίες θα διέπουν τους ακόλουθους πέντε τομείς:

  1. Τις ανοιχτές ψηφιακές αγορές.
  2. Την ελεύθερη ροή δεδομένων με αμοιβαία εμπιστοσύνη.
  3. Τις εγγυήσεις για τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
  4. Τα ψηφιακά συστήματα συναλλαγών.
  5. Τη δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς παγκόσμια διακυβέρνηση, στο πλαίσιο πάντα που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.

Δεν μπορούμε, βεβαίως, να μην αναφέρουμε ότι η συνάντηση αυτή ακολούθησε την ανανεωμένη διατλαντική εταιρική σχέση Ε.Ε. και Η.Π.Α. και το υψηλού επιπέδου Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας Ε.Ε. και Η.Π.Α. που δημιουργήθηκε.

Το γεγονός αυτό έχει αξία να το δούμε παράλληλα με τη συζήτηση για τις πολύ μεγάλες πλατφόρμες που φαίνεται να κυριαρχούν σε πολλά πεδία δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ψηφιακών αγορών ηλεκτρονικού εμπορίου. Ίσως μάλιστα ο πυρήνας όλων αυτών των ενεργειών να είναι τα δεδομένα και ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσουν στο ψηφιακό εμπόριο.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει νόημα να παρακολουθήσουμε το διάλογο που έχει ανοίξει στην παγκόσμια κοινότητα γύρω από τη διακυβέρνηση των δεδομένων. Οι κοινωνικοί φορείς εκπροσώπησης των εμπορικών επιχειρήσεων οφείλουν να συμμετάσχουν στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ψηφιακή αγορά, οι οποίες περιλαμβάνουν πολλά σημεία που απασχολούν το ψηφιακό εμπόριο.

Τέτοια σημεία είναι, για παράδειγμα, η εποπτεία των αλγόριθμων που χρησιμοποιούνται από τις πολύ μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, η μέτρηση και η αξιολόγηση των βιομετρικών τεχνολογιών, οι κανόνες για τη στοχευμένη διαφήμιση και, βεβαίως, η προστασία των δεδομένων.

Είναι ζητήματα που σήμερα ίσως δεν απασχολούν ιδιαίτερα το ελληνικό εμπόριο· θα μας απασχολήσουν όμως πολύ έντονα στο μέλλον, και γι’ αυτό οφείλουμε να έχουμε συγκροτήσει άποψη και θέση.

Η ανεπάρκεια επιτάχυνε τις νέες τάσεις

Μία από τις βασικές προκλήσεις που είδαμε να αντιμετωπίζει όλο αυτό το διάστημα η ελληνική αγορά είναι η ενδυνάμωση της σημασίας της εφοδιαστικής αλυσίδας (διαχείριση αποθεμάτων – προμηθευτών, διανομή, προσαρμογή σε νέα νομοθεσία). Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ιδιαίτερα στην αρχή, εντοπίστηκαν μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις (B2C), οι οποίες υποστηρίζεται ότι προέκυψαν τόσο από τις ίδιες τις επιχειρήσεις όσο και από τις εταιρείες ταχυμεταφοράς (courier).

Από τη μία πλευρά, φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις αντιμετώπισαν μια σειρά από δυσκολίες, από τη συλλογή των εμπορευμάτων από το κατάστημα και την αποθήκη και από τις ελλείψεις σε κατάλληλα πληροφοριακά συστήματα και σε εξειδικευμένο στη διαχείριση τέτοιων διαδικασιών προσωπικό, έως την έλλειψη των κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων για την υποστήριξη μεγάλων όγκων παραγγελιών.

Από την άλλη πλευρά, σε αρκετές εταιρείες διανομής αναδείχθηκαν οι αδυναμίες στην οργάνωσή τους και η σημαντική έλλειψη αυτοματισμών (με επένδυση σε ψηφιακές τεχνολογίες), με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των μεγάλων όγκων παραγγελιών.

Πλέον, βλέπουμε να κάνουν την εμφάνισή τους οι νέες τάσεις από την παγκόσμια αγορά, τα νέα μοντέλα στις αστικές εμπορευματικές μεταφορές: ανάπτυξη αυτοματοποιημένων κέντρων εκπλήρωσης παραγγελιών, δημιουργία αστικών κέντρων ενοποίησης εμπορευμάτων, συνεργασία για παραλαβές on demand, δημιουργία pick up point.

Με αφορμή τα ζητήματα που ανέκυψαν στην εφοδιαστική αλυσίδα, είδαμε πολλές επιχειρήσεις να υιοθετούν διαδικασίες και αυτοματισμούς, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση και –γιατί όχι;– να κοιτάξουν πέρα από την εγχώρια αγορά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ