Τα αισιόδοξα μηνύματα από την εντυπωσιακή άνοδο των ελληνικών εξαγωγών την περσινή χρονιά κινδυνεύουν να καταρρεύσουν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, και κυρίως κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, εάν το μεταφορικό κόστος παραμείνει στα πολύ υψηλά επίπεδα όπου έχει ήδη φτάσει.
Άρθρο του δρ. Γιώργου Κωνσταντόπουλου, προέδρου του Συνδέσμου Εξαγωγέων «ΣΕΒΕ» (έντυπο τεύχος Ιανουαρίου 2022)
Το 2021 ήταν μία ιδιαίτερη χρονιά για την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, καθώς είχαμε εξαιρετικές επιδόσεις στην ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα. Ωστόσο δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ανοδική πορεία των εθνικών εξαγωγών σε μελλοντικό χρόνο.
Ίσως οι αριθμοί δε λένε πάντα την αλήθεια, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία μάς δείχνουν μία ξεκάθαρα θετική εικόνα για τις ελληνικές εξαγωγές. Στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Νοεμβρίου του 2021 ξεπεράσαμε κατά πολύ τις επιδόσεις του 2020 και του 2019 (και συγκεκριμένα κατά 30,8% και κατά 17,3% αντίστοιχα), ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή ήμασταν, αντίστοιχα, κατά 20,2% και 23,2% πάνω. Επίσης σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η ανοδική τάση προέκυψε από την αύξηση των εξαγωγών σε όλους τους επιμέρους κλάδους.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να επαναπαυτούμε σε αυτή την αισιόδοξη εξέλιξη –το αντίθετο μάλιστα. Ταυτόχρονα με την αύξηση των εξαγωγών σημειώθηκε μία εξίσου μεγάλη αύξηση των εισαγωγών κατά 30,5%, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση του εμπορικού μας ελλείμματος κατά 5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, τους τελευταίους μήνες δημιουργήθηκαν νέα προσκόμματα. Το ενεργειακό κόστος πολλαπλασιάστηκε, ενώ το ίδιο συνέβη και με το μεταφορικό κόστος. Οι μεταβολές αυτές έχουν ήδη εκτροχιάσει τα λειτουργικά έξοδα των Ελλήνων εξαγωγέων, και σταδιακά δημιουργούν μία μη βιώσιμη κατάσταση. Για πόσο ακόμη θα αντέξουν οι επιχειρήσεις να σηκώνουν αυτά τα βάρη και ταυτόχρονα να προβαίνουν σε ενέργειες ώστε να ενισχυθεί η εξωστρέφειά τους; Εκτιμώ ότι, δυστυχώς, εάν δεν συμβεί κάτι δραστικό ως προς τη διαχείριση των πρόσθετων αυτών βαρών, οι ελληνικές εξαγωγές θα μειωθούν μεσομακροπρόθεσμα.
Πρόσφατα προέκυψε και το ζήτημα σχετικά με το μεταφορικό έργο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και την παροχή επιπλέον αδειών σε Τούρκους αυτοκινητιστές. Είναι κι αυτό ακόμη ένα πρόβλημα στο οποίο καλούμαστε να βρούμε λύσεις υπό το πρίσμα της αμοιβαιότητας και του θεμιτού ανταγωνισμού. Είναι ανάγκη να βρεθεί ένας μηχανισμός ώστε να ορίζεται δίκαια ο αριθμός των αδειών. Και είναι πάγια θέση του «ΣΕΒΕ» ότι θέλει στο πλευρό του τους Έλληνες αυτοκινητιστές και τις μεταφορικές επιχειρήσεις, κοντά στις ανάγκες του εξαγωγέα και με ανταγωνιστικές τιμές, ώστε από κοινού να αναπτύξουμε το διεθνές εμπόριο της χώρας. Μάλιστα, μέσα στον Ιανουάριο έχει προγραμματιστεί μία διμερής συνάντηση, στην οποία ελπίζουμε να συζητηθεί το εν λόγω ζήτημα.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι όλα αυτά τα εμπόδια συνθέτουν μια τροχοπέδη για την ανάπτυξη των εξαγωγών και συνεπακόλουθα της ελληνικής οικονομίας. Η εξωστρεφής επιχειρηματικότητα πρέπει να προστατευθεί και να υποστηριχτεί, γιατί είναι εκείνη που θα καταστήσει βιώσιμη την οικονομία μας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την υποστήριξη και την προστασία όλης της αλυσίδας αξίας της εξωστρέφειας.
Ο κλάδος των διεθνών μεταφορών ψηφιοποιείται και εκσυγχρονίζεται, οι απαιτήσεις αυξάνονται και ο ανταγωνισμός εντείνεται. Σε αυτούς τους άξονες πρέπει να εστιάσουμε, ώστε, παράλληλα με τη βελτίωση των υποδομών μας, να καταστήσουμε την Ελλάδα ένα σύγχρονο διεθνές εμπορευματικό κέντρο.
Η ζήτηση ελληνικών προϊόντων σε κίνδυνο
Οι επιπτώσεις της αύξησης του μεταφορικού κόστους στις εξαγωγές είναι τεράστιες. Σε σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) του «ΣΕΒΕ», την οποία πραγματοποίησε σε περισσότερες από 200 εξαγωγικές επιχειρήσεις, το 45% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν εκτιμά ότι η αύξηση του μεταφορικού κόστους θα επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές κατά το β’ εξάμηνο του 2021, ενώ αρκετοί εκτιμούν ότι οι πραγματικές επιπτώσεις θα φανούν κατά το α’ εξάμηνο του 2022.
Μάλιστα, περίπου ένας στους τέσσερις δήλωσε ότι το μεταφορικό κόστος έχει αυξηθεί πάνω από 100%, συγκριτικά τόσο με το 2020 όσο και με το 2019. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι εάν δεν εξομαλυνθεί η κατάσταση –και σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες υπέρογκες αυξήσεις– το βάρος θα γίνει πλέον μη διαχειρίσιμο και το πρόσθετο κόστος θα μεταφερθεί στην τελική τιμή των προϊόντων, με αποτέλεσμα να χάσουν αυτά την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.




