Ο αγροδιατροφικός κλάδος αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της χώρας· ωστόσο αντιμετωπίζει προβλήματα στη διοίκηση της εφοδιαστικής αλυσίδας του, κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Άρθρο του δρ. Δημήτρη Φωλίνα (από το Τμήμα Διοίκησης Εφοδιαστικής Αλυσίδας του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος) και του δρ. Κωνσταντίνου Ρότσιου (από το Perrotis College της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής). Από το έντυπο τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου 2023.
Συνεισφέροντας το 5% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της Ελλάδας για το 2022, ο αγροδιατροφικός κλάδος σήμερα απασχολεί πάνω από 400.000 άτομα και αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. Κατά την τελευταία 20ετία, ενώ η παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα και ποτά αυξήθηκε κατά 160% και οι παγκόσμιες εξαγωγές κατά 210%, τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα έχασαν μερίδια στις διεθνείς αγορές, σημειώνοντας σημαντική μείωση.
Τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίστηκαν (ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου) σχετίζονται με τη διοίκηση της εφοδιαστικής αλυσίδας (διαχείριση πρώτων υλών, εφοδίων και τελικών προϊόντων από το σημείο προέλευσης έως το σημείο κατανάλωσής τους).
Όπως, γενικότερα, η εφοδιαστική αλυσίδα αποτελεί ένα σύνολο από υποδομές, ανθρώπους, τεχνολογίες, δραστηριότητες, πληροφορίες και πόρους (το οποίο σύνολο εξυπηρετεί τη μεταφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας από τον προμηθευτή έως τον τελικό καταναλωτή), έτσι και η αγροτική αλυσίδα εφοδιασμού, ειδικότερα, περιλαμβάνει τη διαχείριση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των εταιρειών που είναι υπεύθυνες α) για την αποτελεσματική παραγωγή και προμήθεια αγροτικών προϊόντων από τα αγροκτήματα στους καταναλωτές και β) για την ικανοποίηση των καταναλωτών όσον αφορά τις απαιτήσεις ποσότητας, ποιότητας και τιμής.
Μεγάλες προκλήσεις για την Ελλάδα
Σήμερα στη χώρα μας το μεγαλύτερο μέρος της μεταφοράς τροφίμων γίνεται οδικώς. Το γεγονός αυτό αυξάνει τις προκλήσεις για την αγροεφοδιαστική αλυσίδα, και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες που η αύξηση της ζήτησης πολλαπλασιάζεται λόγω του μεγάλου αριθμού των τουριστών.
Παράλληλα στον κλάδο επικρατεί η παραδοσιακή εφοδιαστική αλυσίδα (με πολλούς ενδιάμεσους) και όχι η βραχεία (με λιγότερους ενδιάμεσους μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών τροφίμων). Σημαντική είναι επίσης η διαφορά στη λειτουργία και στη χρήση της τεχνολογίας μεταξύ των μεγάλων και των μικρών επιχειρήσεων.
Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα παραπάνω ζητήματα είναι σημαντικό τα εμπλεκόμενα μέρη να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας, την ελαχιστοποίηση του κόστους και τη βελτιστοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις αξιοποιούν μόνο σε κάποιο βαθμό την τεχνολογία, και κυρίως σε τρία πεδία: στην ιχνηλασιμότητα, στην οργάνωση των λειτουργιών της διανομής και στη συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Η χρήση της τεχνολογίας εξάλλου δεν είναι πάντοτε εφικτή, συνήθως λόγω του μεγέθους κάποιων επιχειρήσεων. Πολλοί επιχειρηματίες εμφανίζονται διστακτικοί ακόμα και στο να διερευνήσουν τη χρήση των νέων τεχνολογιών, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο κόστος τους και στην αναπόφευκτη ανάγκη εκπαίδευσης του προσωπικού στα νέα μέσα, όπως και στο ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, τα αναμενόμενα οφέλη των τεχνολογικών εφαρμογών δεν είναι συγκεκριμένα.
Ψηφιακή εκπαίδευση και κατάρτιση
Ωστόσο η ζήτηση –και η ανάγκη– για τον εντοπισμό των τροφίμων στα διάφορα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως και των συστατικών από τα οποία παράγονται, είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς μπορεί να βοηθήσει στην άμεση λήψη αποφάσεων για την επίλυση θεμάτων που προκύπτουν είτε κατά τη διαδικασία μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις είτε κατά τη μεταφορά των τροφίμων. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι σε θέση να προσφέρει λύσεις για την ορθή λειτουργία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και για την αποδοτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας τους σε όλα τα στάδιά της.
Από τα παραπάνω, εύλογα συμπεραίνει κανείς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης και της κατάρτισης των ανθρώπων του αγροδιατροφικού κλάδου, συμπεριλαμβανομένων και των παραγωγών αγροτικών προϊόντων. Η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού στη χρήση της τεχνολογίας μπορεί να γίνει ο καταλυτικός παράγοντας για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του κλάδου και για την παράδοση των τροφίμων στους τελικούς καταναλωτές με τις ορθές πρακτικές ποιότητας και ασφάλειας.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις, παρά μόνο διαρκής και συστηματική προσπάθεια.
Το παγκόσμιο ορόσημο του 2050
Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς της αγροτικής αλυσίδας εφοδιασμού αποτιμήθηκε σε 358,6 εκατομμύρια δολάρια το 2022, και προβλέπεται να φτάσει τα 954 εκατομμύρια δολάρια έως το 2032.
Το αγροδιατροφικό οικοσύστημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και περιλαμβάνει πολλά ενδιαφερόμενα μέρη (παραγωγούς, μεταποιητές, παρόχους τεχνολογίας, ερευνητικούς και κυβερνητικούς φορείς κλπ.), τα οποία συχνά λειτουργούν ανεξάρτητα, γεγονός που επηρεάζει την αποδοτικότητα του οικοσυστήματος.
Επιπρόσθετα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες του κλάδου είναι πολλές, με κυριότερη την αυξανόμενη ζήτηση για παραγωγή τροφίμων. Συγκεκριμένα, ο αγροδιατροφικός τομέας καλείται να αυξήσει την παραγωγή του κατά 60-100% έως το 2050, για να εξασφαλίσει τη διατροφική ασφάλεια του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος εκτιμάται ότι το 2050 θα έχει ανέλθει στα 10 δισεκατομμύρια.
Ταυτόχρονα, η αύξηση της παραγωγικότητας πρέπει να επιτευχθεί με αειφορικές μεθόδους, λόγω των σφοδρών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ειδικά οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις ασφάλειας και ποιότητας για τα τρόφιμα επιβάλλουν την τυποποίηση αυτών και τη συμμόρφωση με συγκεκριμένα συστήματα πιστοποίησης και ιχνηλασιμότητας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων.