Με την ευκαιρία του 1ου Αναπτυξιακού Συνεδρίου Green Transport & Logistics, με τίτλο «Navigating the Future», τις εργασίες του οποίου εγκαινίασε με μια εκτενή ομιλία του στις 17 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο περιοδικό «Logistics & Management».
Συνέντευξη στη Γεωργία Μολώση (έντυπο τεύχος Φεβρουαρίου 2023)
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας αποτιμά τα πεπραγμένα της θητείας του λίγο πριν από την προκήρυξη των εθνικών εκλογών, αναφερόμενος διεξοδικά στις κατακτήσεις και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Τονίζοντας ότι η θέση της χώρας σήμερα είναι αισθητά βελτιωμένη, ο υπουργός περιγράφει τις αλλαγές που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, οι οποίες φέρνουν την Ελλάδα πολύ κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Βεβαίως ο κ. Σταϊκούρας δεν παραλείπει να αναφερθεί στον κομβικό ρόλο του τομέα της εφοδιαστικής αλυσίδας και των μεταφορών στην οικονομική ανάπτυξη, στην προσέλκυση επενδύσεων, στις εξαγωγές και, κυρίως, στην «πράσινη» μετάβαση των επιχειρήσεων.
LM Κύριε υπουργέ, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και προσωπικώς για την εγκαινίαση του 1ου Αναπτυξιακού Συνεδρίου Green Transport & Logistics, με τίτλο «Navigating the Future». Επιχειρώντας λοιπόν να «πλοηγηθούμε» στο αβέβαιο μέλλον που διαμορφώνουν οι επάλληλες κρίσεις της εποχής, ποιες θα λέγατε ότι είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με βάση την πορεία της τα τελευταία χρόνια;
– Πράγματι, οι επάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών διαμορφώνουν ένα διαφορετικό, γεμάτο αβεβαιότητες νέο τοπίο. Σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, κατέγραψε σημαντική πρόοδο και ανέπτυξε ισχυρή δυναμική, με αποτέλεσμα οι προοπτικές της σήμερα να είναι θετικές.
Όπως, άλλωστε, αντανακλάται στους δείκτες της οικονομίας, η Ελλάδα επιτυγχάνει –και θα συνεχίσει να επιτυγχάνει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, σημαντικά υψηλότερους σε σχέση με την Ευρώπη.
Θυμίζω ότι η οικονομία μας ανέκαμψε δυναμικά, με ρυθμό 8,3% το 2021, ενώ το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται, σημειώνοντας άνοδο κατά 5,9% το 2022 –δηλαδή πάνω από τις εκτιμήσεις και από το μέσο ευρωπαϊκό όρο– σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).
Παράλληλα, η σύνθεση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας βελτιώνονται, καθώς τα δύο τελευταία χρόνια η Ελλάδα καταγράφει ιστορικά ρεκόρ σε επενδύσεις και σε εξαγωγές, ενώ εκτιμάται ότι τα προσεχή χρόνια θα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη, στο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων.
Επιπλέον, το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί, ενώ η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά. Αλλά και το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα μπορεί να αποτελέσει και πάλι μοχλό ανάπτυξης για την πραγματική οικονομία, συμβάλλοντας σε βιώσιμη πιστωτική επέκταση, χάρη και στην αποτελεσματική στήριξη της κυβέρνησης. Τέλος, παρά τη γενναία στήριξη της κοινωνίας κατά τις διαδοχικές κρίσεις, τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας είναι σταθερά, ενώ το κύρος και η αξιοπιστία της έχουν ενισχυθεί σημαντικά.
Συνεπώς, η Ελλάδα τα κατάφερε. Από κοινού, πολίτες και πολιτεία λειτουργήσαμε συνεκτικά, μεθοδικά και αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα να βγαίνουμε από τις διαδοχικές εξωγενείς κρίσεις με τις ελάχιστες δυνατές οικονομικές απώλειες και με τις καλύτερες δυνατές προοπτικές. Και είμαι πεπεισμένος ότι η οικονομία μας διαθέτει όλα τα «εφόδια» για να κάνει το μεγάλο «άλμα» την επόμενη τετραετία, συνεχίζοντας να αναπτύσσεται γοργά και να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες, νέες δουλειές και καλύτερες αμοιβές, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής όλων των πολιτών.
– Πλησιάζοντας προς τις εκλογές και κάνοντας έναν απολογισμό της τετραετούς διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ποια έργα και ποιες αποφάσεις σας θεωρείτε ότι ενίσχυσαν την επιχειρηματικότητα στη χώρα;
– Επιχειρώντας μια απολογιστική προσέγγιση των πεπραγμένων της κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας, καθώς οδεύουμε προς την ολοκλήρωση της συνταγματικής της θητείας, θα έλεγα ότι αυτή χαρακτηρίζεται από συνέπεια λόγων και πράξεων, αλλά και από αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων και προκλήσεων.
Σε μια ταραγμένη διεθνώς εποχή, στηρίξαμε γενναία την κοινωνία, μειώσαμε δεκάδες φόρους και τροχοδρομήσαμε την ελληνική οικονομία σε πορεία επιταχυνόμενης σύγκλισης με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ειδικά όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, πέραν των μειώσεων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, θεσπίσαμε φορολογικά κίνητρα για την προσέλκυση επιχειρήσεων αλλά και για την υλοποίηση επενδύσεων στην έρευνα και στην καινοτομία, στην ψηφιοποίηση και στην πράσινη οικονομία.
Αναλάβαμε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, υλοποιήσαμε μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν το κανονιστικό επιχειρηματικό πλαίσιο και οι οποίες διευκολύνουν και ενθαρρύνουν την υγιή επιχειρηματικότητα, ενώ αξιοποιούμε –κατά τον ταχύτερο και βέλτιστο τρόπο– τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Παράλληλα, στηρίξαμε και εξακολουθούμε να στηρίζουμε τις επιχειρήσεις απέναντι σε όλες τις κρίσεις.
Πρόκειται για δράσεις που αποφέρουν όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μεσομακροπρόθεσμα οφέλη, συμβάλλοντας στην επίτευξη ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης. Η αποτελεσματικότητά τους αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στους τζίρους των επιχειρήσεων που αυξάνονται, στον αριθμό των νέων επιχειρήσεων που δημιουργούνται, καθώς και στο οικονομικό κλίμα που διατηρείται σημαντικά πάνω από τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
– Η κλιματική αλλαγή αποτελεί πραγματικότητα. Λαμβάνοντας υπόψη το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την πράσινη και για την ψηφιακή μετάβαση, πώς αξιολογείτε τις προκλήσεις που εμφανίζονται για τις ελληνικές επιχειρήσεις στον τομέα των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας;
– Η πορεία προς την «πράσινη μετάβαση» σαφώς συνεπάγεται προκλήσεις. Επιφυλάσσει όμως και πλήθος ευκαιρίες. Είναι σημαντικό ότι η Ευρώπη σήμερα πρωτοπορεί, προωθώντας φιλόδοξες πολιτικές για το κλίμα: Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η ευρωπαϊκή ταξινομία και οι νέες απαιτήσεις γνωστοποίησης εταιρικών πληροφοριών θέτουν το νέο πλαίσιο αναπτυξιακής στρατηγικής, το οποίο η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις καλούνται να υιοθετήσουν και να αξιοποιήσουν.
Στο πλαίσιο αυτό, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες η προώθηση της αειφορίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ως δύναμη κινητοποίησης πράσινων επενδύσεων, αλλά και η περαιτέρω εδραίωση της εταιρικής ευθύνης μέσα και από την ενσωμάτωση των αρχών υπευθυνότητας και βιωσιμότητας στην επιχειρησιακή στρατηγική.
Η εφοδιαστική αλυσίδα έχει ρόλο «κλειδί» στην πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων: Η υιοθέτηση μοντέλων διαχείρισης όπως είναι η «πράσινη» αποθήκη, αλλά και η αξιοποίηση της ρομποτικής, των αυτοματισμών και του προηγμένου λογισμικού, διαμορφώνουν το νέο χαρακτήρα της εφοδιαστικής αλυσίδας και των μεταφορών.
Στόχος της κυβέρνησης είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική μετάβαση της οικονομίας και των επιχειρήσεων σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης και υπεύθυνης επιχειρηματικής διακυβέρνησης. Κι αυτός ο στόχος επιδιώκεται τα τελευταία χρόνια μέσα από τη συστηματική προώθηση πολιτικών και την ανάληψη δράσεων.
Ήδη, από το 2020, το Υπουργείο Οικονομικών προχώρησε στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης των ανωνύμων εταιρειών και της αγοράς κεφαλαίου, ενώ πιο πρόσφατα θεσμοθετήσαμε την παροχή φορολογικών κινήτρων σε επιχειρήσεις για επενδύσεις σε πράσινη οικονομία, ενέργεια και ψηφιοποίηση.
Παράλληλα, μέσω του «Ελλάδα 2.0», έχουν προγραμματιστεί και υλοποιούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στους τομείς της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Επίσης, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προχωράμε στην κατάρτιση στρατηγικής για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, με στόχο την αποτελεσματική κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού προς την πράσινη οικονομική μετάβαση.
Η Ελλάδα διαθέτει αδιαμφισβήτητα τη δυνατότητα να αναδειχθεί μέσα από τη νέα δυναμική που διαμορφώνεται στο διεθνή επιχειρηματικό και επενδυτικό χάρτη. Ως κυβέρνηση θέλουμε και επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για να επιτευχθεί ο εθνικός αυτός στόχος.
– Σχεδόν το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές –όπως άλλωστε συμβαίνει και σε ολόκληρη την Ευρώπη– και πολλές μιλούν για αποκλεισμό τους από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του ΕΣΠΑ και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Τι απαντάτε σε αυτή την κριτική;
– Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα αποκλεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» απευθύνεται σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν τραπεζικό προφίλ και οι οποίες διαθέτουν όραμα.
Μάλιστα, τα προγράμματα ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας φτάνουν τα 2,7 δισ. ευρώ, ενώ τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μέσω του Ταμείου, μέρος των οποίων βεβαίως αφορά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αγγίζουν επίσης τα 12,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, πόροι συνολικού ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ διατίθενται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσω του προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα» του ΕΣΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αποτελεί βασική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, γι’ αυτό και έχουν αναληφθεί σημαντικές δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι η σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, ώστε αυτό να μπορεί να προχωρήσει σε ακόμα μεγαλύτερη πιστωτική επέκταση το επόμενο διάστημα.
– Η άνοδος των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στους Έλληνες δανειολήπτες που ήδη δυσκολεύονταν, δεδομένου μάλιστα ότι η χώρα διατηρεί τεράστιο αριθμό «κόκκινων δανείων». Λαμβάνονται μέτρα ανακούφισης των πληττόμενων και προστασίας της πρώτης κατοικίας, αλλά και των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων;
– Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, υλοποίησε σειρά δράσεων για τη στήριξη της κοινωνίας και των επιχειρήσεων απέναντι σε μια σειρά κρίσεις και προκλήσεις, όπως είναι και η σταδιακή άνοδος των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συγκεκριμένα, υλοποιήσαμε ένα ευρύ πλέγμα μέτρων, ύψους άνω των 55 δισ. ευρώ, προκειμένου να στηρίξουμε το εισόδημα των νοικοκυριών και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.
Ενισχύουμε σε διαρκή βάση τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων προκειμένου αυτές να ρυθμίζουν διμερώς μη εξυπηρετούμενα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνολικού ύψους 35 δισ. ευρώ και υλοποιούμε επιτυχώς τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, καθώς μέχρι σήμερα περισσότεροι από 3.898 οφειλέτες έχουν ρυθμίσει τις συνολικές οφειλές τους, ύψους 1,27 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, βελτιώσαμε το υφιστάμενο εργαλείο του εξωδικαστικού μηχανισμού μέσω πρόσφατης νομοθετικής παρέμβασης, ώστε αυτό να είναι πιο λειτουργικό και να επιφέρει μεγαλύτερο πλήθος ρυθμίσεων. Επίσης, συμβάλλουμε ενεργά στην υλοποίηση σχεδίου στήριξης –από το χρηματοπιστωτικό σύστημα– ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών, για την επιδότηση της δόσης των στεγαστικών δανείων, καθώς και δανείων μικρών επιχειρήσεων.
Μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει 33.698 αιτήσεις ένταξης στο πρόγραμμα, και σε 1.796 από αυτές έχει ήδη χορηγηθεί βεβαίωση ευαλώτου. Επιπρόσθετα, λειτουργεί και ενδιάμεσο πρόγραμμα κρατικής επιδότησης δόσεων στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών, μέχρι τη λειτουργία του φορέα.
Στόχος και επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να βοηθήσουμε ουσιαστικά τους συμπολίτες μας, καλύπτοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις σημερινές ανάγκες τους, χωρίς να υπονομεύουμε το μέλλον της χώρας και της οικονομίας.
Επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023
– Πόσο κοντά βρισκόμαστε στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και τι σημαίνει αυτό για τη χώρα, αλλά και για τον πολίτη;
– Πρόκειται για έναν κεντρικό εθνικό στόχο στο πεδίο της οικονομίας, με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, καθώς, μεταξύ άλλων, θα βάλει την Ελλάδα στο «ραντάρ» του συνόλου της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας και θα μειώσει το κόστος δανεισμού κράτους, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ως κυβέρνηση, εδώ και 2,5 χρόνια έχουμε θέσει το 2023 ως ορόσημο για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας. Γι’ αυτό εργαστήκαμε και εργαζόμαστε σκληρά, μεθοδικά και αποτελεσματικά. Πετύχαμε όλους τους επιμέρους στόχους που είχαμε θέσει, και οι οποίοι αποτελούσαν βασικές προϋποθέσεις για την αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ αναβαθμιστήκαμε 12 φορές, εν μέσω κρίσεων, από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Έτσι, η χώρα μας πλέον βρίσκεται ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, και η αναρρίχηση σε αυτήν το 2023 –με δεδομένο ότι θα συνεχίσουμε να ασκούμε την ίδια οικονομική πολιτική– είναι απολύτως εφικτή και ρεαλιστική.