Συνέντευξη στο Θανάση Αντωνίου
O Διευθυντής Πιστοποίησης και Γενικός Διευθυντής του Φορέα Πιστοποίησης «Λέτρινα» μάς παρουσιάζει τις εξελίξεις στον κλάδο της πιστοποίησης ποιότητας, του ελέγχου και της ασφάλειας τροφίμων, κι εξηγεί γιατί είναι σημαντικό σήμερα, που οι εξαγωγές αυξάνονται, να παρέχουμε υψηλής ποιότητας προϊόν και απόλυτα ελεγχόμενο.
Ο Ιωάννης Μπερτσάτος διοικεί τον ιστορικό Φορέα Πιστοποίησης «Λέτρινα» ο οποίος συμπληρώνει 30 χρόνια ζωής. Ήταν το δημιούργημα του επιχειρηματία Κωνσταντίνου Μπερτσάτου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν τρία χρόνια, και θεωρείται μια από τις παλαιότερες εταιρείες στον κλάδο των πιστοποιήσεων με ιδιαίτερη παρουσία σε ορισμένες «δύσκολες» αγορές όπως ο ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος πετρελαιοειδών κατά τη φόρτωση/εκφόρτωση, η πιστοποίηση αγροδιατροφικών εταιρειών κ.ά.
Ο ίδιος ο Ιωάννης Μπερτσάτος, συνεχίζοντας την εξωστρεφή πολιτική του πατέρα του, συμμετέχει δυναμικά στις υποθέσεις της Ελληνικής Ένωσης Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης – Πιστοποίησης, τη γνωστή Hellas-Cert, στην οποία είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Αυτό το διάστημα μάλιστα, ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής, συμμετέχει στο σχεδιασμό της διοργάνωσης του 1ου Εθνικού Συνεδρίου για την ποιότητα, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 7 και 8 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο συνομιλητής μας, τον οποίο συναντήσαμε στα γραφεία της επιχείρησής του στο Μαρούσι, είναι ενθουσιασμένος με την ιδέα του συνεδρίου, καθώς εκτιμάει ότι ήρθε η ώρα για τους φορείς πιστοποίησης να «βγουν προς τα έξω» και να κάνουν περισσότερο γνωστό το έργο τους στην ελληνική κοινωνία. Στη συζήτηση συμμετείχε και η Έφη Παπαδημητρίου, Υπεύθυνη Διαχείρισης Ποιότητας (ΥΔΠ) της εταιρείας «Λέτρινα» με εμπειρία στην αλυσίδα των τροφίμων.
Η Λέτρινα είναι αμιγώς ελληνικός φορέας επιθεωρήσεων και πιστοποίησης και ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια με πρώτο αντικείμενο δραστηριότητας τον έλεγχο (ποιότητας και ποσότητας) φορτίων πλοίων, κυρίως δεξαμενόπλοιων. Το 1993 η εταιρεία εισήλθε στον κλάδο της πιστοποίησης σημάτων διασφάλισης ποιότητας. Ειδικεύτηκε στα πρότυπα 90001 (γενικό για επιχειρήσεις) και 22000 (ειδικό σήμα για επιχειρήσεις τροφίμων –αντικατέστησε το HACCP) τα οποία είναι τα πλέον δημοφιλή στην Ελλάδα. Τα επόμενα χρόνια και καθώς οι αγορά διευρυνόταν, η εταιρεία άρχισε να πιστοποιεί και άλλα σήματα, πιο ειδικευμένα.
Διατροφικές κρίσεις και έλεγχοι
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από τις πρόσφατες διατροφικές κρίσεις που έχουν συγκλονίσει την Ευρώπη κι έχουν ανησυχήσει την Ελλάδα. Μήπως έχει πράγματι χαθεί ο έλεγχος στην εφοδιαστική αλυσίδα; «Είναι πολύ αυστηρό να πούμε ότι «έχει χαθεί ο έλεγχος». Θα μπορούσε βέβαια να γίνεται ευρύτερος δειγματοληπτικός έλεγχος και οι εταιρείες να ελέγχουν πιο τακτικά τους προμηθευτές τους» υποστηρίζει ο Ι. Μπερτσάτος, επισημαίνοντας ότι η άγνοια της διαδικασίας δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για καμία επιχείρηση. Όπως μας επισήμανε, οι έλεγχοι στο λιανεμπορικό κλάδο είναι συχνότεροι από ποτέ και πιο οργανωμένοι, και επεκτείνονται ακόμα και στις εγκαταστάσεις των προμηθευτών.
Πώς ελέγχεται όμως η παραγωγή και η διακίνηση; Σύμφωνα με τη διεθνή καλή πρακτική υπάρχουν τρία επίπεδα-βαθμοί ελέγχων. Ο πρώτος βαθμός είναι ο έλεγχος που πραγματοποιεί η κάθε εταιρεία στον ίδιο τον εαυτό της προκειμένου να επιβεβαιώσει αν όλα «βαίνουν καλώς» και τηρούνται οι απαραίτητες προδιαγραφές σε κάθε στάδιο της παραγωγής. Οι έλεγχοι αυτοί γίνονται στο νερό, στους κοινόχρηστους χώρους, στις πρώτες ύλες κ.ά. Ο δεύτερος βαθμός ελέγχου, συνήθως πιο εντατικός, είναι αυτός που διεξάγεται μεταξύ συνεργατών. Π.χ. ο έλεγχος που διενεργεί ένας λιανέμπορος στους προμηθευτές του. «Στο επίπεδο αυτό οι προδιαγραφές είναι συνήθως πολύ πιο αυστηρές από ένα σύστημα HACCP ή ένα ΙSO 22 000» μας πληροφορεί ο επικεφαλής της «Λέτρινα». Οι έλεγχοι τρίτου βαθμού είναι αυτοί που πραγματοποιούν οι αντικειμενικοί, ουδέτεροι, τρίτοι επιθεωρητές της αγοράς. Ο έλεγχος αυτός επικεντρώνεται στην εφαρμογή του συστήματος διασφάλισης ποιότητας που διαθέτει ο ελεγχόμενος? εξετάζεται η εφαρμογή του.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εικόνα που παρουσιάζει η σημερινή αγορά έχει μικρή σχέση με το παρελθόν. «Πριν από μια δεκαετία ήταν πολλοί εκείνοι που μας ρωτούσαν τι είναι το HACCP. Σήμερα η εικόνα αυτή έχει αλλάξει. Όλες οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στο χώρο των τροφίμων και ποτών, οφείλουν να διασφαλίζουν με τεκμηριωμένο και επιστημονικό τρόπο την ασφάλεια των προϊόντων που διαθέτουν. Στα πλαίσια των νομοθετικών απαιτήσεων, αλλά και των τάσεων της αγοράς, οι επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων οφείλουν να εφαρμόζουν σύστημα HACCP. Εάν το σύστημα HACCP εφαρμόζεται σωστά, εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η υγιεινή και η ασφάλεια των τροφίμων, προλαμβάνοντας όλα τα πιθανά προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν, καθώς αποτελεί ένα ουσιαστικό προληπτικό σύστημα ελέγχου. Οι επιχειρήσεις πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν και αυτές ηθική και νομική υποχρέωση απέναντι στον πελάτη-καταναλωτή στην παροχή ασφαλών τροφίμων και να μην εμμένουν στην αντίληψη ότι το HACCP είναι ένα "γραφειοκρατικό σύστημα, χωρίς αξία" και μια σπατάλη χρημάτων» μας είπε η Έφη Παπαδημητρίου, συνεργάτης της «Λέτρινα», υπεύθυνη Διαχείρισης Ποιότητας (ΥΔΠ) με εμπειρία στη διατροφική αλυσίδα.
Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε την ορθή εφοδιαστική αλυσίδα στον κλάδο των τροφίμων και των ποτών; Οι συνομιλητές μας, επί χρόνια ασκούμενοι στο στίβο της προώθησης σύγχρονων λύσεων, είναι αισιόδοξοι ότι τα εργαλεία που παρέχει η επιστήμη είναι ικανά να περιορίσουν τους κινδύνους. «Υπάρχουν πολλά εργαλεία, όπως δειγματοληπτικοί έλεγχοι και βιοχημικές αναλύσεις σε εργαστήρια διαπιστευμένα. Έλεγχοι όμως πρέπει να γίνονται και στα μηχανήματα που ελέγχουν, αυτά που χρησιμοποιεί η κάθε εταιρεία για τον αυτοέλεγχό της» υποστηρίζει ο Ι. Μπερτσάτος.
Όλα τα ενδιάμεσα μέρη μιας εφοδιαστικής αλυσίδας πρέπει να εφαρμόζουν κάποιο σύστημα διαχείρισης ασφάλειας τροφίμων για να μπορεί να έχει νόημα ένας έλεγχος και για να εξάγονται ορθά συμπεράσματα. Φωτογραφία από την αποθήκη της ΜΑΒΕ.
Μεταφορές: Κρίσιμος παράγοντας
Η συζήτηση έρχεται στο μείζον ζήτημα των μεταφορών, οι οποίες θεωρούνται από πολλούς αναλυτές της αγοράς ως παράγοντας που συχνά διαφεύγει του ελέγχου ή δέχεται πλημμελή έλεγχο. «Η μεταφορά είναι ένα κρίσιμο σημείο, κι αυτό που συμβαίνει πολλές φορές είναι να έχουμε παραγωγούς που εφαρμόζουν HACCP και ισχυρίζονται ότι τα προϊόντα τους έχουν φύγει από τις εγκαταστάσεις τους χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά και λιανέμπορους που επίσης εφαρμόζουν HACCP για όσα προϊόντα μπαίνουν στις αποθήκες τους» μας λέει ο επικεφαλής Μπερτσάτος .
«Πολύ συχνά το βάρος πέφτει στον ενδιάμεσο, τη μεταφορική εταιρεία, η οποία σε μεγάλο βαθμό δεν συνηθίζεται να εφαρμόζει την ανάλογη πιστοποίηση. Επίσης πολλές φορές οι μεταφορείς διαθέτουν σύστημα HACCP αλλά η εφαρμογή του δεν είναι η ορθή. Το σημαντικό είναι όλα τα ενδιάμεσα μέρη μιας εφοδιαστικής αλυσίδας να εφαρμόζουν κάποιο σύστημα διαχείρισης ασφάλειας τροφίμων για να μπορεί να έχει νόημα ένας έλεγχος και για να εξάγονται ορθά συμπεράσματα» μας εξηγεί ο Ι. Μπερτσάτος.
«Κατά τη μεταφορά», αναφέρει η Έφη Παπαδημητρίου, «θα πρέπει να εφαρμόζονται συγκεκριμένοι κανόνες υγιεινής για να προστατεύονται τα τρόφιμα που διακινούνται από πιθανές επιμολύνσεις ή κακές συνθήκες διακίνησης. Τα οχήματα μεταφοράς δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά άλλων προϊόντων, πλην τροφίμων, ενώ στην περίπτωση προϊόντων ψύξης και κατάψυξης, τα οχήματα θα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με θερμόμετρα και κατάλληλα όργανα αυτόματης καταγραφής της θερμοκρασίας. Από την άλλη, ο πελάτης έχει υποχρέωση κατά την παραλαβή των προϊόντων να ελέγξει τη θερμοκρασία αυτών. Ο έλεγχος βέβαια είναι δειγματοληπτικός, καθώς δεν μπορεί να γίνει στο σύνολο των προϊόντων, αλλά είναι επαρκής όταν γίνεται σωστά. Το σημαντικό σε όλα αυτά είναι η έμφαση που πρέπει να δίνεται στην πρόληψη».
Η επίδραση της κρίσης
Ζητήσαμε από την κυρία Παπαδημητρίου να μας περιγράψει το πώς λειτουργεί η αγορά υπό τις έντονες πιέσεις της κρίσης, αν δηλαδή παρατηρούνται σημάδια χαλάρωσης των ελέγχων, όπως έχουν ήδη καταγγείλει κάποιοι φορείς αλλά και ενώσεις επαγγελματιών.
«Η κρίση, μας είπε, δημιουργεί και ευκαιρίες. Η ελληνική αγορά είναι μικρή. Το έχουμε καταλάβει όλοι πια, και η στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τις εξαγωγές επιβάλλει περισσότερους ελέγχους. Η πιστοποίηση του Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας Τροφίμων που εφαρμόζει μια επιχείρηση διευκολύνει σημαντικά τις εξαγωγές, καθώς παρέχει επαρκή απόδειξη της ικανότητας αυτής να παράγει και να διαχειρίζεται ασφαλή προϊόντα, αυξάνοντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη στην παγκόσμια αγορά τροφίμων. ʼλλωστε και στην Ελλάδα όλοι μας έχουμε γίνει πιο απαιτητικοί σε αυτά που αγοράζουμε. Επομένως κι εδώ η πιστοποίηση παίζει ρόλο».
Ζητάμε από τη συνεργάτιδα της «Λέτρινα» να μας μεταφέρει τις εξελίξεις από το εξωτερικό, όπου η πιστοποίηση σημάτων ασφάλειας και ποιότητας είναι μια πολύχρονη βιομηχανία. «Τα σύγχρονα συστήματα Διαχείρισης Ασφάλειας Τροφίμων είναι αρκετά αναβαθμισμένα σε σχέση με το παρελθόν, καθώς συνδυάζουν τις απαιτήσεις του συστήματος HACCP, τις νομοθετικές απαιτήσεις και τις γενικές αρχές των συστημάτων διαχείρισης –όλα αυτά ενσωματωμένα στις γενικές δραστηριότητες διαχείρισης μιας επιχείρησης» μας είπε η ΥΔΠ και συμπλήρωσε: «Τα πρότυπα αυτά καλύπτουν όλο το εύρος της αλυσίδας τροφίμων, από τους παραγωγούς – κτηνοτρόφους, τους μεταποιητές και τις υποστηρικτικές δραστηριότητες (όπως η αποθήκευση και η διανομή), μέχρι τα καταστήματα λιανικής πώλησης και τα εστιατόρια».
Όπως μας επισήμανε ο Ι. Μπερτσάτος, αυτό το διάστημα γίνεται πανευρωπαϊκά προσπάθεια για την ενοποίηση των σχημάτων πιστοποίησης, προκειμένου αγγλοσαξονικά και γαλλογερμανικά πρότυπα να μπορέσουν να λειτουργήσουν από κοινού. «Είναι διαδικασίες, μας εξηγεί, που διαρκούν πολλά χρόνια. Από τη μια πλευρά γίνεται προσπάθεια ενοποίησης των προτύπων για να καλύπτουν όλο και περισσότερες απαιτήσεις? από την άλλη όμως δημιουργούνται συνεχώς πρότυπα κι αυτό είναι πολλές φορές πρόβλημα για τους εξαγωγείς. Το θετικό είναι ότι αυτό το διάστημα υπάρχει έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, και όπως καταλαβαίνετε υπάρχει έντονη κινητικότητα στον τομέα της πιστοποίησης συστημάτων διασφάλισης ποιότητας. Τα ελαιοτριβεία, για παράδειγμα, περνάνε άρδην σε μια νέα εποχή, οι παραγωγοί υιοθετούν πλέον τη λεγόμενη ορθή γεωργική πρακτική…». Αυτά είναι πράγματι καλά νέα.