Τρίτη, 17 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΑποθήκευσηΚΡΑΣΙ: ΕΥΠΑΘΕΣ ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΣΑΝ ΤΕΤΟΙΟ …

ΚΡΑΣΙ: ΕΥΠΑΘΕΣ ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΣΑΝ ΤΕΤΟΙΟ …

Ρεπορτάζ: Θανάσης Αντωνίου

 Κατακερματισμένη σε πολλούς μικρούς παίκτες αλλά αισιόδοξη ότι θα τα καταφέρει και σε αυτή την αναποδιά, η ελληνική αγορά εμφιαλωμένου κρασιού αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα εφοδιαστικής αλυσίδας: Ενώ το προϊόν δεν έχει ημερομηνία λήξης θεωρείται ευπαθές, κι ενώ θα έπρεπε να διακινείται στο πλαίσιο μιας αυστηρά ελεγχόμενης αλυσίδας ψύχους, αυτό αντιμετωπίζεται ως ξηρό φορτίο.

Παραγωγοί και χονδρέμποροι, μεταφορείς και λιανέμποροι κινούνται στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης έχοντας υποστεί όλοι τους –ανεξαιρέτως– τις συνέπειες: Πλάι στις αναπόφευκτες επιπτώσεις που έφερε μαζί της η πτώση της κατανάλωσης λόγω της ύφεσης, υπάρχουν και μερικά ακόμα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η γιγάντωση του κλάδου τα προηγούμενα χρόνια? γιγάντωση που είχαν «καλλιεργήσει» οι υψηλές προσδοκίες των επιχειρηματιών, εν μέρει οι χρηματοδοτήσεις και οπωσδήποτε ο τραπεζικός δανεισμός. Σήμερα η πορεία ομαλοποίησης είναι μερικές φορές οδυνηρή…

Η αγορά του κρασιού είναι ιδιαίτερη: Απουσιάζουν οι πολυεθνικές και δεν υπάρχουν καν μεγάλοι παίκτες. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, η βορειοελλαδίτικη «Ευάγγελος Τσάνταλης» έχει μερίδιο κάτω από 7%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δέκατη εταιρεία του κλάδου έχει μερίδιο 1,5%, φαινόμενο παγκόσμιο στη βιομηχανία του κρασιού.

Ο Ντίνος Στεργίδης, βαθύς γνώστης της ελληνικής αγοράς κρασιού, εκδότης και γευσιγνώστης αλλά και διοργανωτής της έκθεσης «Οινόραμα & Οινοτεχνία» (πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία παρά τις αντίξοες για το κρασί συγκυρίες το διάστημα  7-10 Μαρτίου 2014 στο ολυμπιακό ακίνητο Ξιφασκίας), επικεντρώνει το σχόλιό του σε αυτή ακριβώς την ιδιαιτερότητα.

Στη σύντομη συνομιλία που είχαμε μαζί του μας είπε: «Σε αντίθεση με πολλούς άλλους κλάδους, όπου η κρίση έχει προκαλέσει ενοποιήσεις εταιρειών και συνενώσεις τομέων, στο χώρο του κρασιού η παραγωγή και –σε ένα μικρότερο βαθμό– η διακίνηση παραμένουν απόλυτα κατακερματισμένες και σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει ούτε μία παγκόσμια μάρκα κρασιού κατ’ αντιστοιχία π.χ. του Johnny Walker ή της Absolut». Ο έμπειρος διοργανωτής μας ενημερώνει ότι στην Ελλάδα, σήμερα  συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται πάνω από 600 οινοποιεία που εμφιαλώνουν κρασί, ένας εντυπωσιακός αριθμός δεδομένων των μεγεθών της ελληνικής αγοράς.

 

Διπλά logistics

Η σεζόν της διακίνησης του εμφιαλωμένου κρασιού στην Ελλάδα ξεκινάει από τα μέσα Σεπτεμβρίου και συνδυάζεται με τον τρύγο στα περισσότερα σημεία της χώρας. Για τις ελληνικές εταιρείες η σεζόν κορυφώνεται κατά τη διάρκεια των εορτών για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, περίοδο κατά την οποία πραγματοποιούν από 10 μέχρι και 20% του ετήσιου κύκλου εργασιών.

Η περίοδος τελειώνει συνήθως με το Πάσχα. Την ίδια στιγμή, όμως, μια νέα εφοδιαστική αλυσίδα ξεκινάει, κι έχει ιδιαίτερη σημασία για αρκετούς από τους Έλληνες οινοπαραγωγούς –ειδικά τους εμπορικούς. Πρόκειται για την τουριστική σεζόν, η οποία συνδέεται με την τροφοδοσία των κυριότερων τουριστικών προορισμών, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Έτσι, τα logistics των εταιρειών βρίσκονται σε συνεχή κίνηση.

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα ζεύγος εφοδιαστικής αλυσίδας το οποίο συναντάμε σε πολλές από τις οινοποιητικές εταιρείες: Η παραγωγή (τρύγος / κρασοστάφυλα) μεταφέρεται για οινοποίηση (σε οινοποιείο εντός ή εκτός κτήματος) και το οινοποιημένο προϊόν (κρασί) μπορεί να μεταφερθεί εκ νέου για εμφιάλωση (ή και για παλαίωση) σε εμφιαλωτήριο που μπορεί να βρίσκεται εκτός οινοποιείου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το τελικό προϊόν σε μορφή κιβωτιακής παλέτας μεταφέρεται και αποθηκεύεται σε κεντρική αποθήκη, η οποία –σε ακραία περίπτωση– μπορεί να βρίσκεται μακριά από το οινοποιείο ή το εμφιαλωτήριο. Συνεχής κίνηση, λοιπόν, από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν.

Εξωτερικοί αποθηκευτικοί χώροι στο οινοποιείο της εταιρείας Λαυκιώτη στη Νεμέα

Δύσκολη διανομή

Η διανομή του κρασιού είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση, κι αυτό διότι υπάρχουν περιπτώσεις που η κακή μεταφορά / αποθήκευση αλλάζει τα βασικά γευσιγνωστικά χαρακτηριστικά του κάθε κρασιού. Το κρασί δεν έχει ημερομηνία λήξης, αλλά μπορεί να χαλάσει –να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά του. Μια φιάλη κρασί η οποία μεταφέρεται μέσα στο ζεστό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή: Το κρασί με την επίδραση του φωτός αλλά και των υψηλών θερμοκρασιών κυριολεκτικά «βράζει» μέσα στο μπουκάλι του.

Το μεγάλο παράπονο των παραγωγών είναι ότι ο καταναλωτής το αγοράζει μετά από ένα χρονικό διάστημα –από μια εβδομάδα μέχρι και κάποια χρόνια μετά– και διαπιστώνει ότι δεν έχει σχέση με το κρασί που έχει συνηθίσει να πίνει. Το κρασί έχει αλλάξει χρώμα, γεύση και άρωμα. Ο τελικός καταναλωτής δεν απολαμβάνει αυτό για το οποίο πλήρωσε, ο οινοποιός είναι απροστάτευτος και η αρνητική εικόνα για τον παραγωγό είναι ζήτημα χρόνου.

Η μεταφορά των κρασιών στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη υπόθεση και όντας νησιωτική χώρα και με μεγάλο αριθμό τουριστών θέτει στους logistician του κρασιού σύνθετα προβλήματα.

Εκτός από τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στο ίδιο το προϊόν, αυξάνεται το κόστος (κατά πολύ σε ορισμένες περιπτώσεις). Αν συνυπολογίσουμε ότι η κύρια αγορά του κρασιού –οι χώροι μαζικής εστίασης και τα σημεία λιανικής– είναι ήδη κατακερματισμένη, με πολλά σημεία διασποράς τα οποία έχουν μικρούς αποθηκευτικούς χώρους και ανάγκη για καθημερινή τροφοδοσία, καταλαβαίνουμε το μέγεθος του προβλήματος.

Αρκετοί παραγωγοί μάς τόνισαν ότι οι «πλούσιες» λίστες κρασιών στα ελληνικά εστιατόρια –κατάλοιπο κι αυτό από την εποχή της αλόγιστης ανάπτυξης του κλάδου– δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τα logistics. Ακόμα και σε μια σχετικά περιορισμένη λίστα των 10 – 30 κρασιών, τα προϊόντα δεν καταναλώνονται με τον ίδιο ρυθμό. «Αυτό σημαίνει ότι συνήθως υπάρχουν καθημερινές ελλείψεις σε μεμονωμένες φιάλες, οι οποίες πρέπει να καλυφθούν από τον αντίστοιχο τροφοδότη τους» μας είπε στέλεχος πωλήσεων οινοποιητικής εταιρείας.

Υπενθυμίζουμε ότι το κρασί, με βάση την κοινοτική νομοθεσία, δεν έχει ημερομηνία λήξης διότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος ποια κρασιά μπορούν να παλαιώσουν και ποια πρέπει να καταναλωθούν την ίδια χρονιά. Επίσης, ένα κρασί το οποίο έχει «χαλάσει» δεν μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον ανθρώπινο οργανισμό, σε αντίθεση π.χ. με ένα γιαούρτι που μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση. Οι εταιρείες εμφιάλωσης όμως υποδεικνύουν στους καταναλωτές τις ιδανικές συνθήκες διατήρησης: σε δροσερό και σκιερό περιβάλλον.

 

Επισφαλείς χονδρέμποροι

Οι χονδρέμποροι αποτελούν κομβικό σημείο στην εφοδιαστική αλυσίδα του κρασιού, διότι χωρίς αυτούς, σε μεγάλο μέρος της ελληνικής επικράτειας, είναι αδύνατη η διανομή του προϊόντος. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει έντονη συρρίκνωση του χονδρεμπορίου κρασιού και η εύλογη (αλλά όχι μοναδική…) εξήγηση για το φαινόμενο είναι η παρατεταμένη κρίση και η κάθετη μείωση των τζίρων.

Όπως μας εξήγησαν στελέχη του χονδρεμπορίου, το μεγάλο πρόβλημα των τελευταίων χρόνων ήταν η επισφάλεια των επιχειρήσεων διακίνησης οίνων: Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες κινούνταν συνεχώς με επιταγές. Η τακτική αυτή αυξάνει τρομερά την επισφάλεια σε κάθε επιχείρηση, «διότι η επιταγή είναι μια "υπόσχεση" και δεν διασφαλίζει τον κομιστή ότι μπορεί να πάρει τα χρήματά του» όπως μας είπε χαρακτηριστικά παράγοντας της αγοράς.

Πάρα πολλά καταστήματα μαζικής διασκέδασης κι εστίασης αντιμετώπισαν τα τελευταία χρόνια προβλήματα, έκλεισαν και μετέφεραν τα προβλήματά τους σε ολόκληρη την αγορά κρασιού. Όπως μας εξήγησαν παράγοντες της αγοράς, τα μεγαλύτερα ανοίγματα προήλθαν από το κλείσιμο κορυφαίων μέχρι πρότινος πελατών, όπως είναι π.χ. τα ξενοδοχεία.

Στις περιπτώσεις εκείνες οι συνεργαζόμενοι χονδρέμποροι, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μείωση του κύκλου εργασιών τους κατά 5-7% και τη διαχειρίζονταν με σχετική ευκολία, ήρθαν αντιμέτωποι με κραδασμούς από μείωση τζίρου η οποία άγγιξε το 20 – 25% του τζίρου τους (όταν η μέση μεικτή κερδοφορία των χονδρεμπόρων ήταν της τάξης του 7 – 12%).

Όπως είναι φυσικό, μας είπε χαρακτηριστικά συνομιλητής μας από το χώρο του εμπορίου, στη συνέχεια ο χονδρέμπορος μεταβιβάζει το πρόβλημα στην παραγωγική εταιρεία ή στη μεγάλη εταιρεία διανομής. Πιστώσεις δεν υπάρχουν από τις τράπεζες και τα πλαφόν έχουν κατέλθει εδώ και 3 – 4 χρόνια. Έτσι, κάποιος χονδρέμπορος που δεν μπορούσε να εκδώσει μπλοκ επιταγών, στην ουσία… στραγγαλίστηκε».

Μικρός αποθηκευτικός χώρος στο εκθετήριο της εταιρείας Παπαϊωάνννου στη Νεμέα.

Δομή της ελληνικής αγοράς

Η ελληνική οινοποιία μοιάζει με την ελληνική οικονομία στη δομή και τα προβλήματά της, καθώς αποτελείται από πληθώρα οινοποιητικών μονάδων, μικρομεσαίων δηλαδή επιχειρήσεων οι οποίες δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο μιας κατακερματισμένης αγοράς. Εδώ και περίπου μια δεκαπενταετία, με την έκρηξη της γενιάς των «μικρών παραγωγών» (αμφιλεγόμενος ο όρος), πολλές από τις μονάδες αυτές προχώρησαν σε σημαντικές για τα δεδομένα τους επενδύσεις: κυρίως στην ανάπτυξη αμπελώνων, στη δημιουργία ιδιόκτητων οινοποιείων μέσα στα υπό διαχείριση κτήματα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων εμφιάλωσης.

Παρ’ όλα αυτά η κατανάλωση υστερεί. Το γεγονός ότι το κρασί συνδέεται άμεσα με τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων (κι έμμεσα μόνο με τη διασκέδαση), ενώ αποτελεί μέρος μιας πανάρχαιας κουλτούρας, έχει συγκρατήσει μέχρι σήμερα την πτώση σε λογικά ή αναμενόμενα επίπεδα. Την περίοδο 2008 – 2009 η κατανάλωση μειώθηκε κατά 12%, ενώ για την περίοδο 2009 – 2010 η μείωση ανήλθε στο 13%. Ανάλογη –διψήφια δυστυχώς– ήταν η μείωση για το 2011.

Τα δύο σημαντικότερα προβλήματα είναι οι εισαγωγές κρασοστάφυλων και ο ανταγωνισμός από φθηνά προϊόντα τρίτων χωρών. Η εισαγωγή χύμα σταφυλιών με προορισμό την οινοποίηση αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα στους παραγωγούς και το ελληνικό κράτος, το οποίο οι πρώτοι κατηγορούν ότι επιδίδεται σε παράβαση των κοινοτικών κανονισμών. Οι παραγωγοί καταγγέλλουν επίσης την απουσία ελέγχων προκειμένου ν’ αποφευχθούν οι ελληνοποιήσεις οίνων και μάλιστα πολύ χαμηλής ποιότητας.

Εδώ και περίπου μια δεκαετία οι εισαγωγές ξένων κρασιών έχουν αυξηθεί δραματικά. Οι προελεύσεις εντυπωσιάζουν: Δεν προέρχονται μόνο από τις παραδοσιακές «βιομηχανίες» όπως η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά και από τις Νέες Χώρες (όπως αποκαλούνται οι νέοι ισχυροί πρωταγωνιστές στην παγκόσμια αγορά): Χιλή και Αργεντινή από τη Λατινική Αμερική, ΗΠΑ από τη βόρεια Αμερική, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία από την Ωκεανία. Οι Έλληνες παραγωγοί καλούνται να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με ψυχραιμία, καθώς αποτελεί ένα αναμενόμενο κι εν πολλοίς λογικό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ