Κατά τη σημερινή συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής επί του νομοσχεδίου για την ενσωμάτωση Ευρωπαϊκών Οδηγιών στην εθνική νομοθεσία, ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας τόνισε, μεταξύ άλλων, την πολλαπλή σημασία της ανάπτυξης και της επέκτασης του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ).
Κατά την τοποθέτησή του, παρουσία της υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, αρμόδιας για τις μεταφορές, Χριστίνας Αλεξοπούλου και του γενικού γραμματέα Μεταφορών, Γιάννη Ξιφαρά, ο υπουργός υπογράμμισε ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει στόχο να διευκολύνει τις μεταφορές εντός της Ευρώπης και να μειώσει τις περιφερειακές, οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, μέσα από την ανάπτυξη διασυνδεδεμένων υποδομών αεροπορικών, οδικών, σιδηροδρομικών και θαλάσσιων μεταφορών. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Σταϊκούρας ανέφερε:
«Αυτή είναι η βάση της πολιτικής για την ανάπτυξη του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (ΔΕΔ-Μ). Η πολιτική αυτή μέχρι σήμερα διέπεται από τον Κανονισμό 1315/2013, ο οποίος καθορίζει προσανατολισμούς σχετικά με τις εθνικές και τις ενωσιακές επενδύσεις σε υποδομές μεταφορών. Στις 14 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αναθεώρηση των προσανατολισμών της Ένωσης με σκοπό την ανάπτυξη του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών.
Η πρόταση εδράζεται σε ένα πλαίσιο δέσμης τεσσάρων πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό του συστήματος μεταφορών και στη στήριξη της μετάβασης σε καθαρότερη, πιο «πράσινη» και πιο έξυπνη κινητικότητα. Ο κανονισμός αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 1ο εξάμηνο του 2024.
Στόχος της πρωτοβουλίας είναι η οικοδόμηση ενός αξιόπιστου, απρόσκοπτου και υψηλής ποιότητας δικτύου μεταφορών, που θα διασφαλίζει βιώσιμη συνδεσιμότητα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2050. Το αναθεωρημένο δίκτυο μεταφορών θα συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα προάγει την αποδοτικότητα, τη διατροπικότητα, τη διαλειτουργικότητα και την ανθεκτικότητα των υποδομών μεταφορών.
Θα αναπτυχθεί σταδιακά, με προτεινόμενες προθεσμίες το 2030 (για το κεντρικό μέρος του), το 2040 (για το εκτεταμένο κεντρικό μέρος) και το 2050 (για το εκτεταμένο δίκτυο).
Σε επίπεδο διαδρόμων, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του δικτύου μεταφορών, η βασική αλλαγή για την Ελλάδα είναι η κατάργηση του Orient – East Med Corridor (OEM) -ο οποίος με τον κανονισμό του 2013 αποτελεί το μοναδικό διάδρομο που συνδέει τη χώρα με την Κεντρική Ευρώπη- και η είσοδος δύο νέων, με διαφορετική αρχιτεκτονική από αυτή του ΟΕΜ.
Πρόκειται για τον Ευρωπαϊκό Διάδρομο Μεταφορών Δυτικών Βαλκανίων – Ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος αναβιώνει τον Πανευρωπαϊκό Διάδρομο 10 και συνδέει την Ελλάδα με Αυστρία, Σερβία, Σλοβενία, Κροατία και Βόρεια Μακεδονία, καθώς και για τον Ευρωπαϊκό Διάδρομο Βαλτικής – Μαύρης Θάλασσας – Αιγαίου, μετεξέλιξη του υφιστάμενου διαδρόμου Ανατολής / Ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος συνδέει την Ελλάδα με Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Πολωνία.
Στη δίνη των γεωπολιτικών εξελίξεων, εν λόγω διάδρομος επεκτάθηκε προς την Ουκρανία (στην Οδησσό) και τη Δημοκρατία της Μολδαβίας.
Η προστιθέμενη αξία της οικοδόμησης ενός δικτύου με κοινά τεχνικά πρότυπα, στη βάση της οικονομικής στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την Ελλάδα, με την τρέχουσα αναθεώρηση ενισχύεται από τους εξής παράγοντες και πρωτοβουλίες:
- Την περαιτέρω προώθηση της συνδεσιμότητας και το συντονισμό δυνάμεων για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός συνήθους βεληνεκούς, όπως αυτές της Βαλτικής, καθώς και με τρίτες χώρες. Τίθεται η βάση για συντομότερες διαδρομές μέσω των Δυτικών Βαλκανίων, αναβιώνει η σύνδεση με τη Βόρεια Μακεδονία και διαμορφώνεται συνέχεια δικτύων προς Αλβανία.
- Την προώθηση της κάθετης δικτύωσης της χώρας και την τριμερή συνεργασία με Βουλγαρία και Ρουμανία, ώστε τα δίκτυά τους να αναπτυχθούν και να τροφοδοτήσουν το ελληνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και τα λιμάνια της Βόρειας Ελλάδας. Έτσι, Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Αλεξανδρούπολη συνδέονται με Βάρνα, Ρούσε, Μπουργκάς και Κωστάντζα.
- Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αποκτά στρατηγικό ρόλο για τις μεταφορές, την ενέργεια, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και εντάσσεται στο εκτεταμένο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών.
- Η χώρα καθίσταται συνομιλητής στην αναζήτηση εναλλακτικών διαδρομών για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών, μετά την κατάρρευση της συμφωνίας του Βοσπόρου.
Με τις υφιστάμενες δυνατότητες δικτύων και λιμανιών, ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης, διαμορφώνεται η βραχυπρόθεσμη προοπτική νέας Λωρίδας Αλληλεγγύης, με τη συμμετοχή της Ελλάδας. Σταδιακά και μεσομακροπρόθεσμα και με τις κατάλληλες επενδύσεις, δύναται αυτή η λωρίδα να εδραιωθεί ως εμπορευματική διαδρομή».




