Ίσως ποτέ άλλοτε το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον δεν άλλαξε τόσο πολύ και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο σήμερα.
Άρθρο του προέδρου της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) κ. Γιώργου Καρανίκα (έντυπο τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου 2022).
Οι ιδιαίτερα πυκνές εξελίξεις που προκάλεσαν η πανδημία αλλά και η ενεργειακή κρίση, έχουν μεταβάλει άρδην την εικόνα της αγοράς, τις απαιτήσεις των καταναλωτών, καθώς και τα κανάλια μέσω των οποίων διενεργούνται οι συναλλαγές. Οι εν λόγω μεταβολές επιβεβαιώνονται και από τα συμπεράσματα του τελευταίου συνεδρίου της ΕΣΕΕ με θέμα «Future of Retail», το οποίο αποτελεί μέρος μια σειράς εκδηλώσεων για το λιανικό εμπόριο οι οποίες έχουν καταστεί θεσμός. Πλέον, όλοι έχουν αντιληφθεί πλήρως τη σημασία και την ανάγκη της άμεσης υλοποίησης του ψηφιακού μετασχηματισμού και της «πράσινης» μετάβασης σε συνδυασμό με μια νέα ολιστική και πελατοκεντρική προσέγγιση στις πωλήσεις.
Ωστόσο, τα χρονικά περιθώρια για την πραγμάτωση των παραπάνω στόχων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς οι προκλήσεις στην αγορά διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικούς ρυθμούς, διογκώνοντας την αβεβαιότητα στην οικονομία και καθιστώντας το επιχειρηματικό κλίμα εξαιρετικά ρευστό.
Ήδη στις 14 Ιουλίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη θερινή της έκθεση για την οικονομία της Ε.Ε. με τις αναθεωρημένες, επί τα χείρω, προβλέψεις. Η μεγέθυνση για την ελληνική οικονομία εκτιμάται φέτος σε 4%, και το 2023 ακόμα χαμηλότερα (στο 2,4%), με τον πληθωρισμό να αποτελεί έντονη πηγή ανησυχίας –η εκτίμηση για το 2022 είναι στο 8,9%. Συνεπώς, ο ουσιαστικός μετασχηματισμός της οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να επιταχυνθεί, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης ήδη προηγούνται στην υιοθέτηση σχετικών μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών.
Επιπρόσθετα, είναι γνωστό ότι οι επικείμενες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ για την αναχαίτιση του πληθωρισμού θα μετακυληθούν με τη σειρά τους στις επιχειρήσεις που έχουν λάβει τραπεζικό δάνειο, με κίνδυνο εκ νέου διόγκωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Παράλληλα, θα αποθαρρύνουν όσες επιχειρήσεις σκέφτονται να ζητήσουν κάποιο δάνειο.
Στην εγχώρια τραπεζική αγορά τα νέα δάνεια συνοδεύονται από υψηλότερα επιτόκια, γεγονός ενδεικτικό των πιέσεων που ασκούνται στον επιχειρηματικό κόσμο, τη στιγμή που οι αυξήσεις των επιτοκίων καταθέσεων έχουν μετατεθεί για αργότερα. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δεν είχαν ενσωματώσει ολόκληρη την ελάφρυνση των (αρνητικών) επιτοκίων αναφοράς της προηγούμενης περιόδου (επιτόκια zero floor), διατηρώντας ανέπαφο το περιθώριο κέρδους τους. Όμως, οι δαπάνες για την ψηφιοποίηση ή την «πράσινη» μετάβαση είναι, ουσιαστικά, επενδύσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του βαθμού αξιοποίησης των εισροών, και για το λόγο αυτό θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την αύξηση του επιτοκίου.
Ακόμα και αν επιβεβαιωθούν οι ευνοϊκές εκτιμήσεις για τις επιδόσεις του τουρισμού φέτος, αυτές δεν επαρκούν για να αναπληρώσουν τις απώλειες από την αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων και τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών. Στο ίδιο πλαίσιο, η κατάργηση της ενισχυμένης εποπτείας για τη χώρα και η μετάπτωσή της σε απλή μεταπρογραμματική εποπτεία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (ενός κυκλικού συντονιστικού θεσμού της οικονομικής, δημοσιονομικής, εργασιακής και κοινωνικής πολιτικής εντός της Ε.Ε.) είναι μεν μια ευχάριστη είδηση· οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα παραμείνουν ενεργοί. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός πως ο προσεχής χειμώνας αναμένεται εξαιρετικά βαρύς, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.
Συμπερασματικά, οι προκλήσεις και τα εμπόδια σε οικονομία και επιχειρηματικότητα διατηρούνται και την επόμενη ημέρα. Για το λόγο αυτό, απαιτείται η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων μέσων και εργαλείων, τόσο για την άμβλυνση του αντίκτυπου από τις τρεις κρίσεις που κλυδωνίζουν την οικονομική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια όσο και για την ενδυνάμωση των προοπτικών ανάπτυξης με την κάλυψη της απόστασης από τις άλλες οικονομίες.
Στη νέα αυτή προσπάθεια υπέρβασης, την τρίτη κατά σειρά και ίσως την πλέον δύσκολη, δεν «περισσεύει» καμία επιχείρηση και κανένας ελεύθερος επαγγελματίας.
Άνιση η πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις
Η ψηφιοποίηση ξεπερνά την έννοια των απλών τεχνολογικών αλλαγών και η «πράσινη» μετάβαση δεν μπορεί να γίνει αυτόματα, ούτε είναι μια φθηνή διαδικασία. Αναγκαία συνθήκη για το επόμενο βήμα είναι η εύρεση χρηματοδότησης. Σε αυτό το πεδίο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και του νέου ΕΣΠΑ. Τα κεφάλαια αυτά εκτιμάται ότι θα δώσουν μια νέα ώθηση στην αγορά, θα συμβάλουν καίρια στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και θα αποτελέσουν ισχυρό κίνητρο για την υιοθέτηση περισσότερο φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής και διακίνησης αγαθών, αλλά και λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Επομένως, οι προϋποθέσεις πρόσβασης των επιχειρηματικών μονάδων στα προγράμματα χρηματοδότησης αποκτούν μια εκ των ων ουκ άνευ σημασία για τη μετάβασή τους στη νέα εποχή, ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά την περίοδο των μνημονίων.
Οι ισότιμοι όροι πρόσβασης όλων των επιχειρήσεων σε ευκαιρίες χρηματοδότησης όχι απλώς εγγυώνται τον υγιή ανταγωνισμό αλλά παράλληλα διατηρούν και τονώνουν τις θέσεις εργασίας και ενισχύουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, η αποκλειστική και αυστηρή εστίαση σε «τραπεζοκεντρικά» και μόνο κριτήρια για την παροχή ρευστότητας, η εξαίρεση –πρακτικά– των αυτοαπασχολούμενων από διάφορα σχετικά προγράμματα ή η υιοθέτηση των «υπεραποσβέσεων» ως έμμεσου μέσου χρηματοδότησης, είναι κανόνες που αγνοούν την ελληνική πραγματικότητα και στερούν, ουσιαστικά, τη ρευστότητα από έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων.
Η ΕΣΕΕ έχει επισημάνει αυτές τις θέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και απευθείας στον ίδιο το γενικό αναπληρωτή διευθυντή των Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (ECFIN) κ. Declan Costello.