Η πρόσφατη εξαμηνιαία έρευνα καταναλωτικών τάσεων του Συνδέσμου Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) ανέδειξε πολύ ενδιαφέρουσες τάσεις που θα επηρεάσουν ουσιαστικά το λιανεμπόριο, τουλάχιστον το επόμενο εξάμηνο.
Άρθρο του καθηγητή Γεώργιου Ι. Δουκίδη, εργαστήριο ELTRUN, τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (έντυπο τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου 2022).
Στην έρευνα του ΣΕΛΠΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καταγράφεται η σημαντική αλλαγή που επήλθε στις καταναλωτικές συνήθειες το τελευταίο εξάμηνο, εξαιτίας κυρίως του αυξημένου κόστους ενέργειας και δευτερευόντως των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στο καταναλωτικό κλίμα και στην αγορά της λιανικής στην Ελλάδα. Το λιανεμπόριο οφείλει πλέον να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα πολύπλοκη κατάσταση, η οποία σχετίζεται με τις πληθωριστικές τάσεις και την αύξηση του κόστους ενέργειας.
Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος επιδεινώνεται το τελευταίο εξάμηνο, με πολύ χαμηλές προσδοκίες για το επόμενο, με συνέπεια 1 στους 2 καταναλωτές να μειώνει τις δαπάνες για αγορές προϊόντων, αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες για την πληρωμή λογαριασμών εξαιτίας της υπερβολικής αύξησης του κόστους ενέργειας. Η πλειονότητα αγοράζει πλέον προϊόντα με βασικό κριτήριο τη χρηματική δαπάνη, ενώ οι επιπτώσεις του αυξημένου ενεργειακού κόστους αποτελούν την κύρια αιτία ανησυχίας. Τα κύρια ευρήματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
- Επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος το τελευταίο εξάμηνο και χαμηλές προσδοκίες για το επόμενο. Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής το Δεκέμβριο του 2021 διαμορφώθηκε στο -64, μειωμένος σε σχέση με το μήνα βάσης (τον Οκτώβριο του 2019) αλλά και σε σχέση με την αντίστοιχη μέτρηση του Ιουλίου 2021. Η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει να κάνει τόσο με τις μέχρι σήμερα προσδοκίες των καταναλωτών για το προσεχές διάστημα, όσο και με την παρούσα κατάσταση των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, η μείωση στον υποδείκτη παρούσας κατάστασης έφτασε από το -40 στο -58, ενώ ο υποδείκτης προσδοκιών μειώθηκε από -51 σε -73. Πρακτικά, καταγράφονται χαμηλές προσδοκίες, αλλά και επιβάρυνση των οικονομικών των καταναλωτών, η οποία έχει να κάνει με το αυξημένο κόστος ενέργειας, όπως φαίνεται και σε άλλους δείκτες.
- Οι 3 στους 4 καταναλωτές αγοράζουν προϊόντα με βασικό κριτήριο τη χρηματική δαπάνη. Το ποσοστό των καταναλωτών που αγοράζουν προϊόντα με βασικό κριτήριο τη χρηματική δαπάνη αυξήθηκε από 46% πέρυσι την ίδια εποχή, σε 74% το 2022, με όλα τα υπόλοιπα κριτήρια να καταγράφουν μείωση. Αυτό το αποτέλεσμα δείχνει αφενός τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών και αφετέρου ότι η ανησυχία του κοινού σε σχέση με τις ανατιμήσεις, έχει αυξηθεί σημαντικά.
- Ο 1 στους 2 καταναλωτές θα μειώσει τις δαπάνες για αγορά προϊόντων το επόμενο εξάμηνο, ενώ θα αυξήσει τις δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, οι οποίοι αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη μηνιαία δαπάνη. Οι καταναλωτές θεωρούν ότι δεν είναι μία ικανοποιητική περίοδος για να κάνουν αγορές, τόσο οι ίδιοι όσο και γενικά. Μάλιστα την θεωρούν ως τη χειρότερη περίοδο για σημαντικές αγορές τα τελευταία δύο χρόνια. Οι προσδοκίες για τις δαπάνες είναι επίσης αρνητικές και σχετίζονται άμεσα με το αυξημένο κόστος ενέργειας. Το 45% εκτιμά ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2022 οι δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας θα είναι αυξημένες. Αντίθετα, το 53% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων το δεύτερο εξάμηνο 2022 θα είναι μειωμένες, ενώ μόλις το 17% θεωρεί ότι θα είναι αυξημένες. Το ίδιο ισχύει για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση κλπ.), για τις οποίες το 36% του κοινού εκτιμά ότι θα καταγράψει μείωση, ενώ μόλις το 19% βλέπει αύξηση. Πρακτικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταναλωτές περικόπτουν αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, για να πληρώσουν το κόστος ενέργειας και καυσίμων.
- Εκτίμηση κατανομής μηνιαίων λιανικών αγορών σε σημαντικές κατηγορίες προϊόντων-υπηρεσιών σε σχέση με τις συνολικές αγορές. Σήμερα, σύμφωνα με τους καταναλωτές, οι δαπάνες για λογαριασμούς αποτελούν με διαφορά τη μεγαλύτερη δαπάνη τους ως ποσοστό του εισοδήματος τους. Συγκεκριμένα, διαμορφώνονται στο 32% έναντι 25% τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Αντίθετα, μειωμένες είναι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων σε σχέση με τον προηγούμενο Δεκέμβριο (από 31% σε 26%).
- Αρνητική η επίδραση του κόστους ενέργειας –η κύρια ανησυχία των καταναλωτών. Όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, η εκτίμηση των καταναλωτών είναι ότι οι αυξήσεις στο κόστος ενέργειας μειώνουν μεσοσταθμικά το διαθέσιμο εισόδημά τους κατά 17% –οι 2 στους 3 καταναλωτές (το 66%) δηλώνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημά τους μειώνεται πάνω από 20%.
Οι ανατιμήσεις αποτελούν την κύρια ανησυχία των καταναλωτών σήμερα, σε ποσοστό 73%. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από τα αντίστοιχα ποσοστά που καταγράφονται στη δυτική Ευρώπη. Η δεύτερη κύρια ανησυχία των καταναλωτών αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (με ποσοστό 11%), και ακολουθεί η ανεργία (7%). Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος αποτελεί την αιτία της δεύτερης μεγαλύτερης ανησυχίας στη δυτική Ευρώπη (με ποσοστά που κυμαίνονται από 15% έως 34%), στην Ελλάδα απασχολεί μόλις το 2%. Είναι σαφές ότι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης καταγράφεται εντονότερα η αιτία, ενώ στην Ελλάδα το αποτέλεσμα.
Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων (8 στους 10) ανέφερε ότι από τις κατηγορίες των προϊόντων που έχουν ανατιμηθεί, οι πιο επιβαρυντικές είναι η ενέργεια – θέρμανση και τα καύσιμα – μεταφορές, ενώ μόνο 2 στους 10 αναφέρουν τα τρόφιμα.
Συμπερασματικά, η έρευνα του ΣΕΛΠΕ καταγράφει χαμηλό δείκτη καταναλωτικού κλίματος, χαμηλές προσδοκίες αλλά και επιβάρυνση των οικονομικών των καταναλωτών, η οποία έχει να κάνει κυρίως με το αυξημένο κόστος ενέργειας. Τα παραπάνω απαιτούν κυβερνητικές παρεμβάσεις τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης και μείωσης του ενεργειακού κόστους, αλλά και δράσεις αύξησης της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας του κλάδου του λιανεμπορίου.